«Αθήνα-Χαλκίδα», ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

Ο Άγγελος, ένας σαραντάρης άντρας, ντυμένος με ακριβό κοστούμι, κάθεται χαλαρά στη θέση του. Το τρένο είναι άδειο σχεδόν και για κακή του τύχη, σήμερα που έπρεπε να πάει στην Χαλκίδα, το αυτοκίνητό του δεν έπαιρνε μπροστά. Άνοιξε νωχελικά τον υπολογιστή του και άρχισε να διαβάζει ξανά την εργασία που είχε ετοιμάσει και την οποία έπρεπε να παρουσιάσει.

Ο ήλιος είναι λαμπερός, παρόλο που είναι μέσα στην καρδιά του χειμώνα, και νοιώθει την ζεστασιά του, καθώς το τρένο διασχίζει την πόλη της Αθήνας.

«Συγγνώμη» ακούει μια νεανική φωνή δίπλα του και χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του, απαντά μ’ ένα «Παρακαλώ…»

Μαζεύεται όσο μπορεί για να κάνει χώρο στην Βαρβάρα, που εκείνη κρατά έναν σάκο, ενώ της πέφτουν κάποια χαρτιά κάτω. Σκύβει να τα μαζέψει, όταν βλέπει έναν άντρα στο παραπίσω κάθισμα, γύρω στα εξήντα, να την κοιτά με βλέμμα ξελιγωμένο. Μέσα στην αδεξιότητά της και όπως είναι σκυμμένη, έχουν ανοίξει δυο κουμπιά από το πουκάμισό της και φαίνεται το νεανικό της στήθος.

«Τι έγινε, παππού; Ωραίο το θέαμα;» τον ρωτά ειρωνικά και του σκάει ένα χαστούκι.

Ο εξηντάρης σαστίζει, όπως και ο Άγγελος. Δεν μιλά και δεν αντιδρά κανείς τους.

«Την επόμενη φορά που θα σε πετύχω να με κοιτάζεις έτσι, θα σε στείλω να κάνεις παρέα στα θυμαράκια. Συνεννοηθήκαμε;»

«Βαρβάρα…» ακούγεται από τον διάδρομο μια γυναικεία φωνή. «Έλα από δω. Βρήκα καλύτερη θέση…»

«Αμάν, ρε μαμά, αμάν. Με φόρτωσες με τον σάκο σου, έχω και τα χαρτιά μου, είναι κι ο παλιόγερος…»

«Συγγνώμη…» πλησιάζει μια πενηντάρα γυναίκα. «Με συγχωρείτε… Είναι πολύ αγχωμένη…» μουρμουρίζει με συγκατάβαση και τραβά την Βαρβάρα από το χέρι απαλά. «Αχ, κοριτσάκι μου,» της ψιθυρίζει, «πάλι τα ίδια θα έχουμε; Πήρες τα φάρμακά σου; Έλα, έλα, πάμε εκεί. Είναι δυο καθίσματα απομονωμένα σχεδόν. Δεν θα μας ενοχλήσει κανείς, θα δεις…»

«Μαμά, δεν το ήθελα, αλήθεια σου λέω. Μα όταν με κοιτάζουν έτσι, θυμώνω και θυμώνω πολύ.»

«Ναι, παιδί μου, έχεις δίκιο. Μα δεν έπρεπε να τον χαστουκίσεις τον άνθρωπο. Θέλεις να έχουμε πάλι μπλεξίματα με αστυνομίες;»

«Όχι, όχι, αλλά δεν μπορώ να ελέγξω τα χέρια μου. Πετάγονται από μόνα τους.»

«Τα νεύρα σου δεν μπορείς να ελέγξεις, όχι τα χέρια σου. Δεν πειράζει, όμως. Άντε, πάμε να καθίσουμε. Σε καμιά ωρίτσα θα είμαστε στην Χαλκίδα. Άντε, πάμε να δούμε τι θα κάνουμε με τη σχολή σου… Όλα θα τα τακτοποιήσουμε. Όλα θα πάρουν το δρόμο τους, αρκεί να κάνεις ό, τι σου λέει κι η γιατρός σου.»

«Μαμά, θα σταματήσω τη σχολή;»

«Ό, τι θέλεις εσύ. Πιέστηκες πολύ. Αυτό είναι όλο. Αρκεί να είσαι ήρεμη. Αυτό θέλω εγώ από σένα. Θέλω να σε ξαναδώ να χαμογελάς, να σε βλέπω χαρούμενη.»

«Δηλαδή, δεν θα σε πειράξει αν σταματήσω; Δεν θα σε πειράξει αν θέλω να ασχοληθώ με κάτι άλλο;»

«Παιδί μου, πότε σου είπα πως θέλω να κάνεις τούτο ή εκείνο; Δική σου ήταν η επιλογή της σχολής. Κι αφού στενοχωριόσουν, γιατί δεν μου το είπες από την αρχή;»

«Δεν ήθελα να σε απογοητεύσω… Αλλά και πάλι, μαμά, αν με ξανακοιτάξει έτσι άσχημα οποιοσδήποτε, δεν θα του χαριστώ…»

«Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να βάλεις τον άλλον στη θέση του. Δεν είναι απαραίτητη η χειροδικία. Αν σηκωνόταν και σε άρχιζε στα χαστούκια, τι θα γινόταν; Το σκέφτηκες αυτό;»

«Μμμμ,…. Θα του έδινα κι εγώ…»

«Ναι, και θα ήμαστε πάλι στα τμήματα. Δεν τα έχουμε πει αυτά; Με την επιθετικότητα δεν κερδίζεις πάντοτε, για να μη σου πω ποτέ. Τις περισσότερες φορές χάνεις και το δίκιο σου.»

«Δεν είναι, όμως, άσχημο να σε κοιτάζουν με αυτόν τον τρόπο; Δεν νοιώθεις μειονεκτικά; Εσύ, δεν νοιώθεις άσχημα;»

«Νοιώθω, παιδί μου, νοιώθω.»

«Και τότε εσύ τι κάνεις;»

«Ή τον στραβοκοιτάζω ή αλλάζω θέση και απομακρύνομαι.»

«Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, αποδέχεσαι την ήττα σου. Πρέπει να μάθουν όλοι αυτοί, που έχουν και την απαίτηση να τους σεβόμαστε, να πάψουν να βλέπουν όλες τις γυναίκες, όλα τα θηλυκά, σαν σκεύη ηδονής. Κάποιος πρέπει να τους το μάθει. Κάποιος πρέπει να τους βάζει στη θέση τους…»

«Δεν μπορώ να σου πω πως έχεις άδικο, αλλά, βλέπεις πως τελικά εσύ την πλήρωσες. Εσένα τρέχανε στα τμήματα και στις αστυνομίες. Το δικό σου νευρικό σύστημα κλονίστηκε με όλα αυτά. Αν από την αρχή μου είχες πει πως ο συγκεκριμένος συμφοιτητής σου σού φερόταν άσχημα, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Θα είχα έρθει η ίδια στη σχολή και…»

«Και θα τους είχες κάνει, άντε να μη σου πω, γιατί δεν πρέπει… Κι εγώ που πήγα, τι έγινε; Με γράψανε. Ήταν ο λόγος του απέναντι στον δικό μου. Κι εκείνος είχε και έχει πλάτες, πλατάρες…»

«Ναι. Θα πηγαίναμε, όμως, με δικηγόρο. Δεν θα πηγαίναμε έτσι. Τέλος. Ας μην την ξαναπιάσουμε αυτή τη συζήτηση. Δεν κάνει καλό ούτε σε σένα, αλλά ούτε και σε μένα. Μπρος, πιάσε τα γραπτά σου να πιάσω κι εγώ το βιβλίο μου και όλα θα γίνουν όπως θέλεις εσύ. Αρκεί να σε ξαναδώ να γελάς.»

«Σ’ αγαπάω πολύ, μαμά μου!» και σφίχτηκε στην αγκαλιά της.

«Κι εγώ, μωρό μου. Κι εγώ, κοριτσάκι μου!…»

 

*

Ο Άγγελος όλη αυτή την ώρα κοιτάζει μέσα από τα γυαλιά του και με πολλή προσοχή τούτες τις δύο γυναίκες. Η μεγαλύτερη μιλάει χαμηλόφωνα, μα την νεαρή μπορεί να την ακούει. Όταν την βλέπει να αποκοιμιέται στην αγκαλιά της μητέρας της, σημειώνει στον υπολογιστή του: “Επόμενη εργασία: Πώς εμείς οι άντρες μπορούμε να καταστρέψουμε ό,τι ωραιότερο υπάρχει σε τούτη τη ζωή: τη μήτρα που μας γεννά, την αδελφή, την κόρη, τη ΓΥΝΑΙΚΑ”.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη