«Έρκυνα η ποιήτρια», ένα διήγημα της Αργυρώς Αγγελίνας-Ζωγράφου

Τίποτα δεν θα άλλαζα στο πέρασμά σου! Σε παρακολουθώ, προσπαθώντας να αναγνωρίσω την ψυχή μου ανάμεσα στις χιλιάδες των ψυχών. Ζήλευα το κελάρυσμα των νερών σου. Να σ’ αντιγράψω προσπάθησα, πίνοντας νερό. Δεν τα κατάφερε ο νους!

Θα μ’ αναγνωρίσεις, Έρκυνα; Γέρασα. Οι προκλήσεις των καιρών, βλέπεις. Αναχώματα παντού. Ταυτίστηκα με την αχιβάδα στην προσπάθειά της να εξαφανιστεί στην ψιλή, υγρή άμμο, προκαλώντας έτσι το άγγιγμα του ερωτισμού.

Το παιδί προσκάλεσες. Αυτό άφησα να τρέξει στην όχθη σου. Ακολούθησε τα αρχέγονα χνάρια, τις μυρωδιές, πατώντας παιχνιδιάρικα στις μνήμες άλλων παιδιών. Το πρώτο του παγωτό πεθύμησε. Έλιωνε στα χέρια του, και το κατάπιες. Το έδειχνε στο πουθενά με το ξυλάκι στα δάχτυλα. Ξεκαρδιζόσουν κι αυτό έκλαιγε.

Σου έφερα λευκό, περήφανο άτι την σκέψη μου, να ταξιδέψετε παράλληλα. Μετράς τον χρόνο αντίστροφα και φοβάσαι. Έντρομη στοχεύεις την Αχίλλειο αδυναμία του, τη στιγμή που καθυστερεί για να ξεδιψάσει. Αλλά αστοχείς. Καλπάζει δίπλα σου η ανάδρομη σκέψη. Κι εσύ τρέχεις ασταμάτητα. Γητεύτρα του αφηνιασμένου αλόγου θα τα καταφέρω να τραβήξω τα γκέμια πριν προσπεράσει τη βαριά σιδερένια πόρτα του πατρικού με τα οικεία σχέδια στα κάγκελα, τα κόκκινα αχλαδάκια. Απρόσκλητος επισκέπτης η λάβρα επιθυμία θα προλάβει ακριβώς τη στιγμή που η μάνα ανοίγει την αυτοσχέδια σιδερώστρα της, το στενόμακρο τραπέζι του διαδρόμου, ακουμπώντας πρόχειρα αλλού τα αγαπημένα της μπιμπλό. Το μαύρο σκυλάκι και το περίτεχνο πορσελάνινο καλαθάκι με τις πασχαλιές. «Είναι δώρα του γάμου μου!» διαλαλούσε περήφανη. Περίμενέ με λίγο, ποτάμι, να καταλάβω ποια αστραπή απ’ όλες τις καταιγίδες που πέρασαν την κτύπησε ανάμεσα στα φρύδια, και έφερε ψιχάλες στα βλέφαρα.

Λιγοψύχησα!

Τα αρώματα με συνέφεραν. Ράντιζε με λεμονανθούς τα ασπρόρουχα. Ατσαλάκωτες, αλέκιαστες διαδρομές. Ο γλυκασμός της μητρικής παρουσίας με χάιδεψε: «Πονάς, παιδί μου;» Φοβισμένος ο πυρετός στο κυνήγι του σιδερώματος, έτρεχε να κρυφτεί. Με γύρισε σαν ιδρώτας πίσω στη ζωή. Παραμιλούσα. «Γιατί κλαίει το προβατάκι;» « Γελάει» μου απάντησε. Χαρμόσυνες ονειροπαγίδες τα παφλασκάκια της καθώς με πλησίαζαν. Έτσι έλεγα τις παντόφλες της. Λέξη μωρουδίστικη, λαθεμένη, που όμως έσπασε τα μηνίγγια μου από νοσταλγία.

Δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω… Αν ζούσε τώρα, θα μου έκανε δίαιτα. Ενώ τότε θα πέθαινα από αδενοπάθεια και ανορεξία. Τι οξύμωρο! Ήθελα να κόψω την κλωστίτσα της θλίψης που την κρατούσε δεμένη με τις στενοχώριες μας αλλά μπλέχτηκα στον ιστό της.

Βοήθεια, Έρκυνα! Έγινα ανάθημα στο βωμό της νοσταλγίας, έτοιμη να θυσιαστώ για τις αξίες που λείπουν απ’ τη ζωή μου.

Ας πούμε καλύτερα όσα αντέχουμε. Αθώα, τρυφερά με την κίνηση του άνεμου λόγια. Καθημερινά του χάδια. Ένωσε τα σπασμένα βιτρουδάκια τού τρεμουλιαστού οβάλ καθρέφτη σου. Να θυμηθούμε την οργάντζα μου με τα ψιλά λουλουδάκια, τα λερωμένα σοσόνια και τα άσπρα λουστρινένια παπούτσια με την καταπληκτική μπαρέτα.

«Καλοφόρετα! Αν σε κτυπήσουν κάπου, να μας το πεις».

Στην καρδιά με κτύπησαν, και τους το ‘κρυψα. Όλα τα επώδυνα χτυπήματα τούς τα ‘κρυβα. Να σε φοβούνται, πρέπει, όχι να σε λυπούνται.

Η φιλαρέσκεια λογίζεται σαν αξία; Πιάνεται; Απάντησέ μου! Μήπως η νιότη σού λέει κάτι, παλιο-γέρικο ποτάμι; Λικεράκια και βανίλιες σε μαυρισμένο δίσκο από αλπακά… Ατραντέδες ξηλωμένοι για το επόμενο φόρεμα… Οι κλωστές πλημμύρα, να αντιγράφουν το οικοδόμημα της αιώνιας, δαιδαλώδους πολιτείας στη βάση κάθε πλατάνου… Πλημμύρα το κλωστομάνι!

Να εισχωρείς στη γερή φλούδα της  γενέτειρας χωρίς να την πονάς.

Η νιότη πιάνεται; Αν θέλει, σου χαρίζει χρόνια να ζήσεις. Απρόσεκτη τα ρίχνει στον Καιάδα. Λίγο γκάζι παραπάνω στην άσφαλτο, έρωτας χωρίς ανταπόκριση, ασίγαστο πάθος!

Δεν απαντάς.

Η αφιλόξενη πατρίδα μου είναι αξία, τώρα που η βουλιμία των δεινοσαύρων απομυζά κάθε λεπτό τις περιουσίες μας; Η έμπνευση, που πεθαίνει στη ρουτίνα της γνωστής διαδρομής με την ίδια αποστολή, είναι αξία; Χιλιάδες κούριερ, ιδέα και πίτσα. Οίστρος και σούσι προς βρώσιν και ευχαρίστησιν. Ντελίβερι για συντροφιά, σουπερμάρκετ, ντελικατέσεν. Μακριά βήματα, κοντή σκέψη. Μισή ζωή, ατέλειωτη ξενιτιά. Δοκιμασμένες συμπεριφορές, επιτυχημένες κατάντησαν προς αποφυγή. Ξενικά πρότυπα. Διαφημίσεις που ποτέ δεν θυμάσαι. Βεντάλια ο αγαπημένος μου τόπος, να δροσίζει πρόσωπα χωρίς χαρακτηριστικά. Τοίχος που, όμως, δεν περιφρουρεί τα συμφέροντά μας. Αφήνει εφιαλτικά (προδοτικά) περάσματα. Στον εκσυγχρονισμό, η ενοχή ανύπαρκτη λέξη, και οι Ερινύες παίζονται στο θέατρο της Επιδαύρου ως «Ευμενίδες». Καθάρισε τουλάχιστον τη διαδρομή. Ας μην προλάβω να συγκρατήσω το περίγραμμα των φύλλων. Φτωχή και βρώμικη δεν το αντέχω.

Με αναγνώρισες τώρα; Από τότε έχω να τραγουδήσω.  Μην υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου. Φταις κι εσύ! Ούτε μια φορά δεν πλημμύρισες. Κι ο Ηρακλής άλλο ποτάμι προτίμησε για να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία. Τι σε φοβίζει, Έρκυνα;

«Η ξένη βροχή. Αλλάζει την κοίτη μου, μου προκαλεί αναστάτωση. Δεν σας αναγνωρίζω με το ξένο νερό. Θέλω να σας καταπιώ! Να προσέχετε».

Με συγκίνησε η ειλικρίνεια. Την χτένισα μαλακά με τα δάχτυλα, απομακρύνοντας απ’ τη σκέψη μου το παιδικό μαρτύριο της χωρίστρας.

«Ίδιους καημούς έχετε οι άνθρωποι. Ολόιδιους. Αγαπήστε τα χέρια σας να σας τραβήξουν πάνω δυνατά μ’ όλα τα δάχτυλα, όποτε τα χρειαστείτε».

«Έχεις ψυχή, Έρκυνα;»

«Φεύγα, χάσου! Γράψε αυτό που ελπίζεις σαν αφηρημένη έκφραση».

«Δεν μπορώ!»

«Σαν αδικημένη γυναίκα, λιθοβολημένη αξιοπρέπεια».

«Δεν θέλω!»

«Μια καλημέρα γράψε για λίγο φως κάτω από τον πρωινό ήλιο».

«Γνωρίζω το χρώμα του».

«Σαν φοβισμένες παπαρούνες, που καρδιοχτυπούν για τα πέταλα, σας παρηγορώ. “Μη φυσάς, μη βρέχεις, μην τταγριεύεις”, κλαψουρίζετε παρακαλώντας τον καιρό, “να προλάβουμε την  Ανάσταση” λέτε. Δεν θέλω να απλώσω χέρι πάνω σας. Ούτε να σας λυπάμαι θέλω. Ακατοίκητες ψυχές στο μπαλκόνι μου. Ζήσατε, ήπιατε νερό, καθαριστήκατε, εξαγνιστήκατε. Τόσες γενιές καρτέρι και φιλί.  Κι εγώ ποτέ δε σταμάτησα, μην προδώσω τη στιγμή. Φιλιά να δεις, χάδια ακατονόμαστα. Πουλιά, κρωξίματα να σκεπάζουν λόγια. Φύτρωσαν σπόροι. Με γερά πόδια πάτησαν στις κροκάλες μου. Σίδερα αφράτευαν υφαντά. Θα θυμηθεί ο Οδυσσέας ή θα χαθεί; Χανόταν όμως. Καμιά στεριά δεν τον συγκίνησε. Ο νόστος για το νησί, βλέπεις. Τα καλύτερα μου ξέφυγαν στην αναμονή. Ο κάμπος είχε δύναμη που αψήφησα. Λυπόμουν τη δούλεψή σας. Μας έμεινε η καθαρή ζωή. Γι’ αυτή φρόντισα. Άσπρη όπως το φως. Ψάξε την πηγή. Τα χέρια σου πλύνε. Είμαι ποιήτρια. Έτσι εξημερώθηκε ο νους. Ο Ποιητής η αιτία. Μην ψάχνετε τίποτα άλλο, η ποίηση θα σας σώσει».

«Φοβάμαι, Έρκυνα».

«Όπως όλοι σας. Ακολούθησε τη δύνη του τριαντάφυλλου, να σε ταξιδέψει μέχρι τον βράχο του Θεού. Κοντά στην Ιερή Σπονδή. Τι έχεις να φοβηθείς, ζεις όσο θες με το νέκταρ. Τα χέρια σου πρόσεχε, να παραμείνουν γερά, όταν χρειασθείς τη δύναμή τους. Χρόνος-γιατρός. Ποτάμι-εξομολογητής. Δίδυμα αδέρφια. Συγχρονισμένες διαδρομές, γρήγορες, χωρίς γυρισμό. Χαμένος χρόνος ανάδελφος  η ανάμνηση που ζήτησες».

«Μην της το πεις, Έρκυνα, θα σου βγάλει τα μάτια. Να τη σέβεσαι!»

«Καλώς καμωμένα! Η ζωή μαργαριτάρι από σπάνιο υλικό. Καλή δουλειά, καλή ζωή».

«Φτωχό μου ποταμάκι, μόνο βατράχους βλέπω και χελωνίτσες».

«Είμαι ποιήτρια! Η  Έρκυνα, η ποιήτρια. Κοιμήσου!»

«Ξέχασα πάλι να ποτίσω το γεράνι».

«Θα ζήσει κι αυτό όπως εσύ, κατακόκκινο σαν πληγή!»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη