«Ένα κάποιο χαμόγελο», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Μια κουβέντα είχα με τη Μούσα μου. Μου είπε:

«Άκου φιλενάδα. Σκοπεύω να προβώ σε σοβαρές δηλώσεις και σου ζητώ να έχεις ευήκοον ους».

«Ωχ και κατάλαβα. Θ΄ αρχίσεις τις παραινέσεις και τις συμβουλές και εγώ που τα σιχαίνομαι κάτι τέτοια, θα κάθομαι και θα σ’ ακούω».

«Τι προπέτης που είσαι τέλος πάντων. Πώς επιτρέπεις να προτρέχει η γλώττα της διανοίας σου; Εγώ η έρμη κάτι σκοπεύω να σού πω και ΑΝ θέλεις άκου με. Αυτό το ‘’κάτι’’ βγαλμένο είναι από την μακρόχρονη πείρα μου.

Όπως ξέρεις λοιπόν, συναγελάζομαι με λογιών-λογιών ανθρώπους. Η γκάμα τεράστια, αρχής γενομένης από αποβράσματα του σχοινιού και του παλουκιού μέχρι τους αριστείς του επιπέδου του δικού σου».

«Μούσα λατρεμένη μου, κόψε το δούλεμα σε παρακαλώ. Σαν να μου φαίνεται ότι είτε ο γιαλός είναι στραβός, είτε στραβά αρμενίζουμε».

«Αρμενίζουμε ολόσωστα και άκου με επιτέλους.

Θα θυμάσαι φαντάζομαι την Φρανσουάζ Σαγκάν, μου άρεσε η γραφή της. Θα θυμάσαι επίσης κάτι χαριτωμένες Παρασκευές με την Κίσσα [1], που το τι γέλιο έπεφτε δεν λέγεται. Μου λείπουν, να μην το πω; Αμ την Έλενα Ακρίτα με το χιούμορ της το βιτριολικό, πού την πας; Ακόμα και σένα βρε Λένα, που και σκασμένη να είμαι με κάνεις ώρες-ώρες ν’ αποτολμώ ‘’ένα κάποιο χαμόγελο’’ Σαγκανικό… Ακόμα και σένα Λένα Καλή μου… Όλες σας σάς αγαπώ… και για όλες σας νοιάζομαι.

Αλλά. Πλήττω θανάσιμα η Μούσα, διαβάζοντας δακρύβρεχτες ιστορίες ή γλυκερές, ή άλλες γκραν γκινιόλ, που καταλήγουν να περιγράφουν τα καζάνια της κόλασης παρέα με τον Βελζεβούλ. Και το ερώτημα που σου θέτω είναι,  γιατί βαίνουν προς εξαφάνιση εκείνες οι λίγες γελαστικές δικές σας ιστορίες; Γι’ αυτό και σου κάνω την κουβέντα τούτη.

Σε παρακαλώ, κάνε μου την χάρη να μου πεις μιαν τέτοια ιστοριούλα θα σου το χρωστάω. Μωρέ δεν σε θέλω χαζοχαρούμενη, ούτε να κάνεις τον γελωτοποιό το Βασιλέως. Λίγο γέλιο σου ζητώ και τίποτα άλλο. Λίγο έξυπνο χιούμορ λαχταράω η καψερή, όπως ένας που πεθαίνει της πείνας και το μόνο που λαχταρά είναι ένα πιάτο φασολάδα … Τώρα αν αντί φασολάδας του δοθεί αστακός και παντεσπάνι δεν θα πει βέβαια ΟΧΙ. ΛΟΙΠΟΝ ΤΙ ΛΕΣ; ΘΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΕΙΣ;»

«Έτσι όπως το έθεσες καλή μου Μούσα, ποιος μπορεί να σού αρνηθεί; Μα η ζωή μας δεν έχει δάκρυ; Δεν κλαίμε τα ¾ της διάρκειάς της; Και τι είναι το γράψιμο παρά μία απεικόνιση τούτης της ζωής από την οπτική γωνία του κάθε συγγραφέα; Πώς να το παρακάμψουμε χάριν ενός κάπου χαμόγελου; Γίνεται; Επιλεκτική γραφή θα την έλεγα τότε, που ΑΠΤΕΤΑΙ της ουτοπίας και του δήθεν. Όπως χρειάζονται όλα τα είδη των ανθρώπων για να φτιάξουν τον Κόσμο, έτσι και η συγγραφή χρειάζεται όλα τα στυλ Λογοτεχνίας».

«Και την προτίμηση; Πού τη βάζεις την προτίμηση; Α, όλα κι όλα. Καθ’ όσον με αφορά, λατρεύω το καλώς εννοούμενο χιούμορ το παιχνίδισμα των λέξεων, τις σπιρτόζικες, άντε και ολίγον σκαμπρόζικες λέξεις και όχι τις γνωστές ατάκες και σλόγκαν».

«Συμφωνώ και επαυξάνω. Ωραία. Βάλε εσύ την Έμπνευση να βάλω και εγώ τα δυνατά μου και ίσως σ’ ευχαριστήσουμε …

Φύγαμε……….».

*

Ο Σωτήρης είχε πλούσια κόμη. Μια πλούσια σγουρή ξανθιά χαίτη στόλιζε την κεφαλή του. Νόμιζες και είχε κάνει μια πάρα πολύ πετυχημένη περμανάντ. Τόσο καλοφτιαγμένοι οι βόστρυχοί του, που τύφλα να ‘χουν αυτοί του Ερμή του Πραξιτέλη!!!

Αυτά μέχρι τα 19 του γενέθλια. Από την επομένη κιόλας άρχισε μια τέτοια ιλιγγιώδης τριχόπτωση που το allegro ma non tropo, φάνταζε ρυθμός αργός. Μέρα και τούφα, ώρα και τρίχες, τρίχες πολλές. Έτσι στα είκοσι του φαντάρος ών, δεν είχε επί της κεφαλής του τρίχα, ούτε γα δείγμα.

Το παλικάρι το έφερε βαρέως και η κατάθλιψή του αυξάνονταν όταν άκουγε να τον αποκαλούν Γλόμπο. Αυτό πια ήταν το όνομά του και όποιος δεν τον γνώριζε από πριν, νόμιζε ότι ήταν ένα περίεργο υποκοριστικό του ονόματός του που παραδόξως πώς, ταίριαζε με το γυμνό του κρανίο.

Βρε τι πήγε σε γιατρούς κανονικούς και ομοιοπαθητικούς, βρε τι δώστου φάρμακα αλοιφές και μαντζούνια και γιατροσόφια, σιρόπια και δεν συμμαζεύεται. Καμία αλλαγή, ούτε χνούδι. Τα έντομα που ίπταντο της γυαλιστερής του κεφαλής γλιστρούσαν πάνω της σαν σε παρκέ. Και να, τα γέλια και τα πειράγματα των φίλων (φίλοι να σού πετύχουν μια φορά), τι σκληρός που γίνεται ο άνθρωπος με τον πόνο του άλλου!!!

Δοκίμασε περούκες.

Δεν τις άντεχε.

Κάποιοι του είπαν για εμφύτευση μαλλιών, αληθινής ανθρώπινης τρίχας (σημ.: αλήθεια, πού την προμηθεύονταν τα ειδικά καταστήματα και οι ειδικοί ‘’εμφυτολόγοι’’ γιατροί, τις ανθρώπινες τρίχες;). Μέθοδος που κατά πώς φαίνεται είναι αμφιβόλου διάρκειας σε περίπτωση που ’’έπιανε’’. Πέραν του γεγονότος ότι ήταν επώδυνη και πολυέξοδη…

Και ναι μεν το είχε αποφασίσει αλλά παράλληλα είχε προβληματιστεί βλέποντας γύρω του ανθρώπους της Σόου Μπιζ όπως και  γνωστούς λεφτάδες με τεράστιες καράφλες. ’’Καλά, όλοι αυτοί που έχουν τον λόγο και κυρίως τον τρόπο να κάνουν εμφύτευση χαζοί είναι που ΔΕΝ την κάνουν; Θα την κάνω εγώ με τα ψωροχιλιάρικά μου και αυτοί οι  λεφτάδες ΟΧΙ;’’ Σκεπτόταν. Ναι, ίσως γιατί αυτοί δεν πίστευαν στη ρήση ‘’οι τρίχες μου τα κάλλη μου και πώς να τ’ αποκτήσω!!!’’

Πήρε λοιπόν ονόματα και διευθύνσεις αποτινόμενος στην Π.Ε.Κ.Ε. (Πανελλήνια Ένωση Καραφλών Ελλάδος), διάλεξε τον ειδικό που θεώρησε καλύτερο, θαύμασε φωτογραφίες προ εμφύτευσης και αμέσως μετά, και παρέδωσε την κεφαλή του σε έμπειρο αγρότη να κάνει την σπορά. Πώς και δεν του πέρασε από το μυαλό να ζητήσει και να δει εμφυτευμένα κρανία πώς ήταν 2-3 χρόνια μετά; Ε, δεν το σκέφτηκε, τι  να κάνουμε τώρα;

Η ιστορία μάς θυμίζει ανθοπωλείο. Η γλάστρα με το φυτό της αρεσκείας σου σε πλήρη  άνθηση στο κατάστημα και από την επομένη κιόλας που θα το πάρεις στο σπίτι σου και παρ’ όλες τις περιποιήσεις σου τούτο σε μια βδομάδα έχει γίνει αγνώριστο και σε δυο βδομάδες για τον κάδο των απορριμμάτων!

Στην αρχή, κάποια παλιά του γειτόνισσα που τον είδε και τρόμαξε να τον αναγνωρίσει, το λυπήθηκε το παιδί και του συνέστησε έναν πρακτικό γιατρό που έκανε θαύματα μεν, έναντι παχυλής αμοιβής δε. Αυτός, θα τού προμήθευσε το φάρμακο των φαρμάκων, όπως το χαρακτήρισε,  που θα τον έκανε κούκλο όπως ήταν προ της κατεδαφίσεως… Του είπε ότι οι βόστρυχοι που βρίσκονταν εν υπνώσει στο κρανίο του μέσα θα επανερχόντουσαν. Εδώ που τα λέμε και ολόισια να ήταν τα νέα του μαλλιά δεν θα τον  χάλαγαν καθόλου μάλιστα. Μαλλιά να ήταν κι ό,τι και αν ήταν, ακόμη και το… χρώμα δεν τον ένοιαζε.

Έτσι ένα γκρίζο πρωινό πήγε στο σπίτι του πρακτικού με μια καρδιά ακόμα πιο γκρίζα.

Μετά τα πρώτα τυπικά λόγια και χαιρετούρες ο πρακτικός τον ρωτά:

«Τι τρως;»

«Τι εννοείς ΤΙ τρώω. Φαγητό μήπως;»

«Άσε ρε τις εξυπνάδες και λέγε τι φαγητό τρως».

«Ό,τι έτρωγα πάντα. Καμιά τυρόπιτα, κανένα σουβλάκι, κανένα ψητό κοτόπουλο με μπόλικη σάλτσα και τηγανιτές πατάτες. Αυτά σε γενικές γραμμές».

«Όσπρια μωρέ δεν τρως; Χόρτα;»

«Αν εννοείς λαχανικά ναι, πού και πού καμιά λάχανο-καρότο σαλάτα».

«Χμ. Και ύστερα παραπονιέσαι γιατί σου πέσανε τα μαλλιά. Όχι που θα έμεναν σε ένα ακατοίκητο κεφάλι. Να κάνουν τι;  ΕΝΑ prestige το είχαν τα έρμα.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Καινούριο διαιτολόγιο.

Στα όσπρια, τα ψαρικά, τα χορταρικά λέμε ΝΑΙ.

Στις σουβλακερί, τυροπιτάδικα, ψητοπωλεία και συναφή, λέμε ΟΧΙ».

«Και δεν μου λες, μετά από τούτες τις απαγορεύσεις θα βγάλω μαλλιά; Σίγουρα;»

«Α, ΟΧΙ. Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα. Προληπτικά σου δίνω το φάρμακο και την δίαιτα για να σώσεις ό, τι άλλο από τρίχα έχεις επάνω σου».

«Για  λέγε για λέγε πρακτικέ μου, δεν ξέρω και πώς να σε αποκαλέσω…».

«Χμ… Τα φρύδια σου ας πούμε τις βλεφαρίδες σου… Για το μουστάκι σου δεν εγγυώμαι 100% γιατί ήδη το βλέπω αδύνατο και με φθίνουσα πορεία, ό,τι έγινε δηλαδή με το κρανίο σου… Δεν βρέθηκε μωρ’ αδερφάκι μου ποτέ κανείς σαν εμένα να σου συστήσει να αποφύγεις στραβή διατροφή; Έλα μη σκας. Θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε να διασώσουμε ό, τι διασώζεται ακόμη».

«Πρακτικέ μου κάποιος μου είπε ότι η τριχόπτωσή μου ίσως και να οφείλεται  στις ορμόνες μου. Ποια η γνώμη σου;»

«Ναι,  ναι βέβαια. Και αυτό παίζει. Να βρούμε έναν καλό ορμονολόγο να πας να σε δει. Μαζί με την δική μου δίαιτα και το φάρμακο που θα σου δώσω, θα σώσουμε φρύδια και βλεφαρίδες σίγουρα. Σε δύο μήνες έλα να τα ξαναπούμε».

«Το πόσο ανακουφίστηκα με τα λόγια σου πρακτικέ μου δεν λέγεται.

Να πηγαίνω. Και τι σου οφείλω;»

«Μόνον ένα κατοστάρι φίλε μου, γιατί σε συμπόνεσα».

«Κατοστάρι ε; Αναρωτιέμαι ΑΝ δεν με συμπονούσες, σαν πόσα θα μου ζητούσες και χωρίς απόδειξη φαντάζομαι, ναι;»

Και μια και ήταν αποφασισμένος ο Σωτήρης να βγάλει μιαν άκρη,  πηγαίνει την ίδια εκείνη γκρίζα ημέρα, με την ίδια γκρίζα καρδιά, σε έναν ορμονολόγο που βρήκε  στον Χρυσό Οδηγό, μπας και βρει, αν μη τι άλλο, μιαν έστω και λίγο φωτεινή ακτίνα να φωτίσει την μαυρίλα του, έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα.

Τα ίδια κι εκεί.

«Τι τρως; Τι αρρώστιες πέρασες όταν ήσουν πολύ μικρός;»

«Και γω πού να θυμάμαι γιατρέ μου;»

«Από γονείς πώς πάμε;»

«Ο πατέρας φευγάτος δυστυχώς, εδώ και χρόνια και η μάνα έτοιμη και αυτή προς αναχώρηση».

«Πρόλαβε να την ρωτήσεις να σου πει».

«Δεν θα μού απαντήσει. Ο Αλ. της έχει κάνει μεγάλη ζημιά. ΟΥΤΕ ΕΜΕΝΑ δεν θυμάται. Οπότε, τι κάνουμε γιατρέ μου; Γιατί, άντε και βρίσκουμε τι έφταιξε,  τα μαλλιά μου θα ξαναγίνουν;»

«Αυτό ξέχνα το. Τέτοιο φάρμακο αναγέννησης της τρίχας δεν έχει βρεθεί μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Κάτι ακούστηκε για Ιαπωνία μεριά, αλλά τα νέα είναι σε εμβρυακή κατάσταση ακόμα».

«Οπότε γιατρέ μου ελπίδα καμιά;»

«Καμιά. Σε δύο μήνες έλα να σε ξαναδώ».

«Και τώρα που με είδες τι κατάλαβα  μού λες; Άντε να πηγαίνω. Τι σου οφείλω; Ασφαλισμένος του ΙΚΑ είμαι υπ’ όψιν».

«Για στάσου, για στάσου. Αυτό δεν έπρεπε να μου το πεις ευθύς εξ’ αρχής;»

«Δηλαδή γιατρέ μου, θα ήταν διαφορετική η διάγνωσή σου αν σου το έλεγα;»

«Και αυτό παίζει. Αλλά και χρόνο πολύ λιγότερο θα σου διέθετα. Έστω, δώσε μου ένα κατοστάρι».

«Ώπα. Κατοστάρι ε; Ταχυπαλμία μ’ έπιασε. Γιατρέ λες να έχω πρόβλημα με καρδιές και τέτοια;»

«Καρδιολόγος δεν σε έχει δει φίλε μου;»

«Είπα να αρχίσω από παθολόγο. ΕΙΣΑΙ ο δεύτερος που βλέπω. Δεν μου λες, ποιες είναι οι ειδικότητες που αφορούν το πρόβλημά μου και που πρέπει να τις επισκεφτώ; Ρωτώ, να δω αν με τα κατοστάρια που φεύγουν σαν φέιγ βολάν μου φτάνει ο μισθός μου», προσθέτοντας χαμηλόφωνα:  ‘’άι σιχτίρ.’’

«Είπες τίποτα ασθενή μου;»

«Α, μπα τίποτα. Χάρηκα πολύ για την κουβέντα μας και το πόσο διαφωτίστηκα για το πρόβλημά μου δεν λέγεται. Πάρε τα λεφτά σου που κέρδισες με τόσο κόπο και αν με ξαναδείς σφύρα μου».

«Είπες τίποτα;»

«Όχι. Στον εαυτό μου μιλώ…»

«Από ψυχολόγο πώς πάμε;»

«Δεν πάμε».

«Να πας, να πας φίλε μου. Θα βοηθήσει».

«Να βγάλω μαλλιά;»

«Αυτό ξέχνα το».

«Γεια σου γιατρέ».

«Γεια σου ασθενή μου».

Και ο Σωτήρης είπε να κλείσει ραντεβού τόσο με τον καρδιολόγο όσο και με έναν παθολόγο και έναν ψυχίατρο, αλλά το διπλοσκέφτηκε και άλλαξε γραμμή πλεύσης.

‘’Ε, και λοιπόν; Δεν έχω μαλλιά, έχω όμως την υγειά μου.  Με τις τρίχες ας ασχοληθούν οι ‘’ειδικοί’’ τριχολόγοι(!).

Αχρείαστοι να ‘ναι οι γιατροί, μα σε πολλά πράγματα έχουν την ίδια άγνοια με μένα…

Όμως ο καημός τον έτρωγε και, όπως είπαμε στην αρχή της ιστορίας μας, στον εμφυτευτή πήγε.

Με συγχωρείς Μούσα καλή και αγαπημένη μου, μα τα αποτελέσματα δεν ξέρω να σου τα πω, είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρω. Αυτό, όταν το μάθω, θα σου το διηγηθώ σε άλλη ιστορία…


[1] Αναφορά στην στήλη της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα “Ό,τι συμβαίνει γύρω μας”, με ελαφρά δοκίμια, στην Λογοτεχνική Ιστοσελίδα “Λόγω Γραφής”.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη