——-“Ένας χρόνος με ‘Πρόσωπα στον καθρέφτη'” ——- “Αφροξυλάνθη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

[“Μέσα στον καθρέφτη, καθημερινά και πολλές φορές, κοιταζόμαστε και κοιτάζουμε.
Με τον τρόπο του ο καθένας, ό,τι μπορεί να δει και να ομολογήσει…”
Μαριάννα Γληνού]

 

Κάπως έτσι, ξεκινώντας τον πρόλογό μας με αυτές τις δύο προτασούλες ένα χρόνο πριν, μπήκαν στη ζωή μας τα “Πρόσωπα στον καθρέφτη”. Έκτοτε, πάντα πιστή στο ραντεβού της με τους αναγνώστες μας η συγγραφέας κα Μαριάννα Γληνού, κάθε Δευτέρα βράδυ στις εννέα μας προσφέρει κι ένα νέο πρόσωπο.

Τα πίστεψα και τα αγάπησα τα πρόσωπά σου όλα Μαριάννα. Όπως πιστεύω κι αγαπώ εσένα που τα δημιουργείς. Η Λόγω Γραφής, αλλά και εγώ προσωπικά, σε ευχαριστούμε που σε εμάς εμπιστεύτηκες το έργο σου. Χρόνια σου πολλά και δημιουργικά, μιας και σήμερα είναι επετειακή η “Αφροξυλάνθη”.

 

Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Δημιουργός & Διευθύντρια της Λογοτεχνικής Ιστοσελίδας “Λόγω Γραφής”

>><<

Δεν έχει καμιά σημασία τι ήθελες εσύ, αγάπη μου! Το είκοσι τοις εκατό κι αυτό αν! Όλα είναι  γραμμένα από πριν. Η ώρα της γέννησης, το μεγάλωμα, τα συναισθήματα, τα κενά, οι χαρές, τα στενά, τα δύσκολα, το όνομα, οι ελπίδες, οι προσμονές… Γράψε ό,τι θες… Πες ότι σου έρθει στο μυαλό! Όλα γραμμένα! Τα σ’ αγαπώ σου, πρωτίστως αυτά!

Διαφορετικά, πώς να εξηγήσω τέτοια φαεινή ιδέα στο μυαλό του πατέρα μου να φωνάξει την ώρα της ανακοίνωσης του ονόματος μέσα στην εκκλησία, «Αφροξυλάνθη»; Πώς το μαζεύεις τέτοιο όνομα; Ξόδεψε ώρες κι ώρες η μάνα μου, νυχτέρια ολάκαιρα, να συλλογίζεται, ώρες να προσπαθεί να εξηγήσει, βρίσκεται η λύση στα ανεξήγητα;, την πεθερά της την έλεγαν Ευτέρπη, τη μάνα της Μαρώ, πού σκατά του είχε έρθει να φωνάξει αυτό το ανήκουστο, ποιος να το βρει; Πώς να το λένε το παιδί με όνομα που να μπορεί ν’ ακούγεται γιατί μ’ αυτό πώς μα  μην γελάνε κι οι πέρδικες στα ρουμάνια; Από δω το ‘φερε, από κει το πήγε, το βρήκε το ποθούμενο! «Λίλιαν». Το καμάρι μου, το φως μου, το διαλεχτό μου, Λίλιαν θα το φωνάζω!

Άλλο αν εγώ μια ζωή προσπαθούσα να συνταιριάζω τους αφρούς, τα ξύλα και τα άνθη! Λάτρευα  τη θάλασσα απ’ τα μικράτα μου! Στην άκρη της πάλευα με τα μικρο-κύματά της και τα διαφέντευα! Καπετάνισσα του αφρού! Βασίλισσα του γιαλού! Γητεύτρα της άμμου και των ονείρων! Έχωνα, όσο βαθιά δεν πονούσαν, τα δάχτυλά μου μέσα της, κόκκοι τριγύρω τους  να λαμπυρίζουν κάτω απ’ τον ήλιο! Να ξεχωρίζω τα πολύτιμα γυαλάκια της, να χαζεύω τα λαμπερά χρώματα, σαν έφευγε η θάλασσα από πάνω τους χανόταν η λάμψη η πολλή, κι ύστερα, γιατί δεν άντεχα το ξεθώριασμα, ν’ αρχίζω ξανά και ξανά απ’ την αρχή… Ατέλειωτη κι η θάλασσα κι οι κόκκοι και τα όνειρα… Και τα χρώματα του Θεού!

Μετά το μυστήριο, ύστερα απ’ τις γιορτές και τα πανηγύρια, είχε, απ’ ότι μου ‘ πε η μάνα μου,  κι άλλο πανηγύρι. Στο σπίτι μας.

«Πώς σου ‘ρθε, χριστιανέ μου; Να μας ζήσει η νεοφώτιστη, κάθε φορά που σήκωναν τα ποτήρια τους να μας ευχηθούν, η τρίχα μου γινόταν κάγκελο! Στροβιλιζόταν το «Πόθεν τεκμαίρει τούτο, ω Κρίτων;» στο μυαλό μου και ίσα  που βάσταγα να μην μπήξω τα κλάματα, λες κι ήμουν αλλού!  Δε συλλογίστηκες το σχολειό, την κοροϊδία  που θα πηγαίνει σύννεφο, αργότερα τον άντρα, τα παιδιά της… Τίποτα πια;»

«Γυναίκα, άντε πάλι! Άρχισες.  Πάψε τη μουρμούρα. Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω. Ό,τι γίνηκε, γίνηκε. Εμένα έτσι μου είπε το μυαλό. Εσύ να υπακούς. Γι’ αυτό γινήκανε οι γυναίκες. Άντε μην σ’ αρχίσω κι εγώ στα καντήλια. Τον Αντίχριστό μου για γυναίκα. Να μην είσαι ποτέ ευχαριστημένη!»

Και ξάπλωσε ο αφέντης στα δεξιά και σε λίγο ακουγόταν το ρυθμικό ροχαλητό του. Ο ύπνος θα αναλάμβανε να κατευνάσει την τσαντίλα.

«Ναι, θα υπακούσω στον ξεμωραμένο!  Τον τύραννο των Συρακουσών! Θα φωνάζουν το παιδί Αφρούλα! Όπως Αυγούλα, Σκατούλα, Πορδούλα και τα συναφή! Μωρέ τι μας λες!»

Είχε βγάλει η κυρά- Καλλιόπη το εξατάξειο γυμνάσιο των χρόνων της. Για τότε, είχε καταφέρει να κάνει κάτι που δεν ήταν κι εύκολο. Σε γνώσεις, λοιπόν, υπερτερούσε του συζύγου.  Αρχικά, ετούτο του άρεσε πολύ.  Φούσκωνε σαν παγόνι σε οίστρο κάθε φορά που θαύμαζαν οι άλλοι τις γνώσεις και  την ευστροφία τής δικιάς του. Όταν οι απαντήσεις με την ίδια απαράμιλλη τέχνη άρχισαν να τον περιλούζουν κι αυτόν, ή όταν άρχισε να τον

διορθώνει κάθε φορά που έκανε ένα λάθος, ειδικά με κείνα τα ρημάδια τα τριγενή και δικατάληκτα, ένα σαράκι άρχισε να τον τρώει. Δεν το ‘βλεπες. Μα ήταν εκεί. Σαν πώς βλέπεις το καπάκι ενός τραπεζιού, λουστραρισμένο, τζιτζί  να λάμπει, κι από κάτω το γυρίζεις και γιορτάζουν τα μαμούνια; Έτσι!

Έτσι υπερίσχυσε το Λίλιαν.

 Εσύ με αυτό με αναγνωρίζεις; Ε, καθρέφτη; Ή με το κοίταγμά μου μέσα σου, αρχίζουν να ξεχύνονται ξύλα κι αφροί; Και ξεχασμένα, βρεγμένα,  ποτισμένα μ’ αλάτι λέλουδα, τυλιγμένα σε δίχτυα;

Πάλι εδώ μπροστά σου κάθομαι και χτενίζω με περίσσια προσοχή τα μαλλιά μου. Βλέπεις οι άντρες τις γυναίκες για να τις καλο-πληρώνουν τις θέλουν άλλες απ’ τις γυναίκες τους. Πολλά τα θέλω, όσα το σύνολο των γυναικών στον κόσμο, μαζί με τα αντίθετά τους! Ποιο να διαλέξεις να είσαι; Μα αυτό που ζητά ο πελάτης! Έχει πάντα δίκιο. Όποιος πληρώνει έχει δίκιο σε τούτη τη ζωή. Στην άλλη, ο καθένας τα δικά του χρωστούμενα…

Αχ, καημένε καθρέφτη κι εσύ άντρας! Να υποσημειώνεις τις ρυτίδες μου, να μετράς τις ματιές μου, τα πονηρά, γεμάτα αυτοπεποίθηση γελάκια των «μπορώ» μου, τ’ ασυλλάβιστα «θέλω» μου, τα «αχ» μου και τα αχ, αχ, αχ, μου! Όσα δεν βάζω σε λέξεις τα βλέπεις; Ποιοι άντρες τα γράφουν στην ψυχούλα τους και τα «πιάνουν» ύστερα από την ενός τετάρτου, άντε εικοσάλεπτη ευχαρίστηση; Κι αρχίζουν να τα αναλύουν ένα προς ένα, όπως εγώ παιδί τα σπυριά απ’ τη βρεγμένη άμμο, άραγε υπάρχουν άντρες που αναρωτιούνται αν έσφαλλαν ποτέ πριν την ευχαρίστησή τους;

Ή  μετά, την ώρα ανάμεσα στον ύπνο-ξύπνιο, όταν  πιάνονται τα ξυπνοπούλια στον νιρβάνα τους και κουνώντας πότε ψιθυριστά τα χείλη, πότε απλά κινώντας το κεφάλι, με τις βούρτσες παραδομένες στη βαρύτητα, δύναμη ισότητας, η βαρύτητα λέω,  χωρίς περίσσιες αντρικές αντιδράσεις, αρχίζουν να υποπτεύονται την αλήθεια; Πως αν δεν ήταν οι γυναίκες, ο κόσμος θα ήταν από πέτρα! Ένας πελώριος τσιμεντόλιθος  που μέσα του δεν θα ’χε ούτε ένα γέλιο παιδικό, ούτε ένα μικρό παραπονάκι, ούτε μια μικρή ανάγκη για ζεστασιά… Παρά μόνο συγκεντρωμένο άφθονο υλικό για τη διαιώνιση του είδους! Σε μήτρα κενή.

Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγηθεί η σίγουρα εξ’ ανδρός προερχόμενη ρήση «σβησθείσης της λυχνίας, πάσα γυνή ομοία;»  Ωχ και κρίμα τόσα έξοδα εξόδων, τόσες ώρες σκορπισμένες για να μπει σωστά το άι-λάινερ, η ψεύτικη βλεφαρίδα, το κραγιόν, τσάμπα η ακαταστασία μέσα στο δωμάτιο κι η ντουλάπα η αδειασμένη πάνω στο κρεβάτι μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο ρούχο, τσάμπα τα όνειρα κι οι ευχές, τα σ’ αγαπώ κι οι χοροί και τα γλέντια, πού είστε, γυναίκες  ψαρούκλες; Όλα ένα μισάωρο! Μην σπαταλιέστε!

Πάνω σε τούτα τα μισάωρα χτιστήκανε  ζωές. Αυτό ξέρω να πω εγώ. Έτσι όπως χτίστηκε κι η δική μου. Τι να στα λέω πάλι, ρε καθρέφτη, τι φταις κι εσύ; Σάμπως δεν τα ‘χεις ξανακούσει; Δεν τα ‘χεις ξαναδεί; Τα κοκκινισμένα από το κλάμα μάτια μου, βουτηγμένα στο μαύρο  της απουσίας των άλλων;

Δεν περιμένω να μου πεις πως έχω δίκιο. Κι εγώ μιαν άκρη ψάχνω. Άλλες, όταν στερεύει η δύναμη, πιο πολύ την άκρη μου, αλλά μπας κι είμαι η πρώτη; Ή η τελευταία; Έχει τους κύκλους της η ζωή. Και σαν να καρμπονάρεται ένα πράγμα, με μια μικρή, ή φορές πολλές μικρές, επιφανειακά ασήμαντες παραλλαγές. Λες και γίνεται πείραμα ποια συνταγή θα πετύχει. Ή λες και σε μια τεράστια σκηνή, τόσο πλατιά και βαθιά όσο ο ουρανός, μοιράζονται ρόλοι. Και παίζουμε ο καθένας, άθελά μας, βουτηγμένοι μες στο ανήξερο, τα λόγια, τις κινήσεις, χωρίς σκηνοθέτη, παρά μονάχα αυτήν την εσώτερη φωνή που ψιθυρίζοντας μας λέει το ένα ή το άλλο… Άμα τη λήξει του έργου, ακούγεται η ταμειακή μηχανή να μετρά… Τρεις στο λάδι, τρεις στο ξίδι, πέντε στο λαδόξιδο. Και τα ρέστα παγωτό; Ή κατακάθι πίκρας για όσα έκανες λάθος, όσα άφησες να φύγουν ασχεδίαστα, ανείπωτα, κενά; Ή, χειρότερα, μετριούνται όλες οι λέξεις, τα κοιτάγματα, οι ανεπαίσθητες κινήσεις; Έρημοι επαναστάτες μιας ασήμαντης επανάστασης, διάρκειας απειρο-ελάχιστης, αν συλλογιστεί κανείς τον αριθμό των στιγμών μες τους αιώνες, είμαστε, και λογιάζουμε τη ζωή μας πολύτιμη κι ακριβή και μεγάλη!

Σου κλείνω το μάτι και σου χαμογελώ λοξά, έχουμε οι δυο μας καταλάβει, καθρέφτη.

Τώρα, με την κόρη μου σχεδόν μεγαλωμένη, στα είκοσι της πια, δεν κακιώνω τον Μιχαλάκη, τον πατέρα μου λέω, που με πέταξε με την κοιλιά στο στόμα έξω απ’ το σπίτι, γιατί λέει εκείνος είχε μια τιμή και το κούτελό του το ήθελε καθαρό, είχε τελειώσει κι η χλωρίνη, είχαν κλείσει και τα σούπερ, δεν ήταν της ώρας το ξεγάριασμα απ’ το μαγάρισμα που είχα προκαλέσει…

Τον αγάπησα τον Νώντα, όπως αγαπάνε τα χαϊβάνια, με δυο πρωτόβγαλτα μάτια που ψάχνουν στον κόσμο το ταίρι τους τι άλλο; Και μ’ ένα πατέρα Μιχαλάκη ουσιαστικά απόντα; Τυλίχτηκα στο σύννεφο τής αποχαύνωσης του έρωτα κι έβρισκα τα πάντα του αγαλματένια, θεϊκά. Μόνο που την έκανε χοροπηδηχτά, όταν του ανακοίνωσα το ατυχές γεγονός. «Δεν είμαι έτοιμος για νανουρίσματα και νταντέματα εγώ, καρδιά μου! Άλλωστε το ‘ξερες απ’ την αρχή. Είπαμε, περνάμε καλά, διασκεδάζουμε, γνωρίζουμε μαζί τις χαρές της ζωής, αυτό. Άλλο δεν υποσχέθηκα. Ή μήπως έσφαλλες και παρερμήνεψες τα πάντα;» Τι τέλειος χειρισμός του λόγου! Οποία σωστή χρήση των ρημάτων, γραμματική και συντακτικό άριστα δέκα! Αγάπη μου, πόσο σωστά έθεσες τα πράγματα στη βάση τους! Προσκυνώ!

Τις επόμενες ατάκες που ειπώθηκαν, τις σκηνές, από την  πρώτη μέχρι και την έξοδο, τις γνωρίζεις καλά! Άλλωστε, όλες, μία προς μία εκτυλίχτηκαν εδώ, μπροστά σου. Στα σαλόνια δεν παίζονται όλες οι πράξεις των έργων; Για να κάθεται το κοινό άνετα στους καναπέδες, ντε!

Το τι αναγκάστηκα να κάνω για να μεγαλώσω το παιδί μου, είναι προσωπική μου υπόθεση. Τα μάτια μου, κοιτάζοντάς τα μέσα σου, είναι δυο μάτια καθαρά, μεγάλα, που σου λένε την αλήθεια. Μην τυχόν και μου πεις «τη δική σου αλήθεια». Η πραγματικότητα, το ξέρω, είναι το σύνολο της αλήθειας όλων των ματιών. Μα κοιτάζοντας σε, ο καθένας την αλήθεια του κουβαλάει. Και μέρος από τις αλήθειες των άλλων. Το φως και τις σκιές, για παράδειγμα, να καταλάβεις καλύτερα, τις βλέπεις ανάλογα από ποια γωνία κοιτάζεις. Όσο μετακινείσαι, ολοένα και κάτι αλλάζει. Τα ξέρεις πια εσύ καλύτερα τα παιχνιδίσματα με το φως.  Πιάστους και ρώτα τους, λοιπόν, έναν προς  έναν. Πώς μου ζητάς να σηκώνω και τις δικές τους; Πόσοι στέκονται μπροστά σου με το ίδιο θάρρος, να λένε, να ρε, αυτή είμαι και κρίνε με. Εκεί έκανα λάθος, εκεί κατέκρινα, πιο πέρα υπερτίμησα, πιο κείθε κατανόησα, αλλά πάντα δεν το ‘κανα για να βλάψω. Είχα το χέρι στην καρδιά και πορευόμουνα με τούτο τον τρόπο. Ε; ξέρεις πολλούς;

Και μη μου πεις τίποτα για τα δάκρυα που κυλάνε. Δεν περιμένω ν’ απλωθεί ένα χέρι, να χαϊδέψει απαλά, να στεγνώσει λίγο από θλίψη το σύμπαν! Δεν περιμένω τίποτα, κι ας περιμένω τα πάντα!

Το «Λίλιαν», αγάπη μου, για να ξέρεις, με συντρόφεψε στην επαγγελματική μου καταξίωση. Σε όλη μου την άλλη ζωή, και τώρα που σου μιλώ, Αφροξυλάνθη με λένε…

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαριάννα Γληνού
    2 Οκτωβρίου 2017 at 21:39

    Αγαπημένη διευθύντρια και δημιουργέ της “Λόγω Γραφής”, Κατερίνα Ευαγγέλου- Κίσσα, σε ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου. Μαριάννα.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη