“Άρτεμις”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Καθώς μεγάλωνε, μάθαινε να περιμένει τη θλίψη όπως μυρίζονται τα πουλιά τη βροχή στον αέρα. Και τα ξεσπάσματα του καιρού, εκείνα τα ξαφνικά, σα την καλοκαιρινή μπόρα, να μαυρίζει ο ουρανός, να σκοτεινιάζει η θάλασσα και να σκίζουνε οι αστραπές τον ουρανό, σαν έμπειρη μοδίστρα το ύφασμα, μα για να ράψουν φόβο, κι ανημποριά. Γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος απέναντι στους θυμούς του καιρού και της μοίρας του, ανήμπορος, και με τη φαιδρή τις πιο πολλές φορές εντύπωση, πως όλα τα ελέγχει, για όλα έχει βρει μια λογική λύση. Τα πουλιά, αφού μυρίσουν τη βροχή, πού πάνε, πού ακουμπάνε, πού κρύβονται μέσα στην κρύα νύχτα; Έτσι κρυβόταν κι αυτή, με τη συνείδηση τής ασημαντότητάς της μπροστά στη θλίψη που την περιτριγύριζε. Χουχούλιαζε κάτω από τα παπλώματα, όπως στο πουθενά, μέτραγε τις ανάσες της, δείγμα πως υπήρχε ακόμα, και σιγά-σιγά αποκοιμιόταν. Ύπνος χωρίς όνειρα, φοβισμένος κι αυτός, μικροκαμωμένες σκέψεις γεμάτος, αλλοτινά παθήματα ακόμα ζωντανά, πρόσωπα που είχαν από καιρό φύγει κι όμως εκεί ζούσαν και μιλούσαν κι απαντούσαν σα να ‘ταν το τότε τώρα, μπερδέματα πολλά, κουβάρια στοιβαγμένες θύμησες και πόθοι κι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Οι πιο μεγάλες της αλήθειες χωρούσαν σε εκείνο τον ύπνο.

Μετά, σαν άνοιγε τα μάτια, γιατί με πείσμα τα κρατούσε σφαλιστά, για να έχει να λέει πώς να, κοιμήθηκα μια στάλα, της ξέφυγα της σκέψης της ριμάδας, τον νίκησα το φόβο, ξεγέλασα την ψυχή και της κρύφτηκα κάτω από τη σκιά του πεύκου, ντάλα μεσημέρι, να ανασάνω τη μυρωδιά του, να γλυτώσω τη ζέστη, ένιωθε κομμένη στα δύο, αλλά συνάμα καθαρή, δέντρο πλυμένο απ’ τη βροχή , έτοιμο να ζητήσει συγνώμη για όλα τα φταιξίματα του ανθρώπου σε τούτη τη γη. Και τα δικά της. Τις παραλείψεις, τις αργοπορίες, τις μικροκακίες, τις δεύτερες σκέψεις. Τα σ’ αγαπώ που δεν ειπώθηκαν, τα δάκρυα που δεν” στάλαξαν, τα παράπονα που δεν βρήκαν το δρόμο τους και στέκονταν μονάχα κι αυτά, χρόνια τώρα να μεγαλώνουν. Κροταλίζουν οι παραλείψεις, κουρνιάζουν επάνω σου τα λόγια που ήθελες να πεις, μα τα κράτησες, γιατί τα λόγια είναι φορές σκληρά κι άδικα, φορτωμένα όλη την ένταση της στιγμής και της απουσίας των άλλων, γιατί θα τους ήθελες αλλιώς και δεν ήταν, γιατί τα πράγματα μπορούσαν να κυλούν ήρεμα, γιατί η ψυχή σου ήταν χρωματιστά, εύθραυστα φτερά πεταλούδας, αραχνοΰφαντα και τα σεργιάνιζες απερίσκεπτα μέσα στον άνεμο, να χτυπιούνται απ’ τη βροχή και αυτά να επιμένουν πως μπορούν να πετάξουν!

Κι άλλες φορές, πάντα τα λόγια, το απτό κράτημα της σκέψης, το ανεπαίσθητο κράτημα της άμμου στην παλάμη, πριν κυλήσει στην απεραντοσύνη, λόγια γλυκά που κύλαγαν στην ψυχή σα μέλι, σαν άγγιγμα αγάπης, ζεστασιά και γλυκάδα μαζί… Γιατί αν μπορούμε την ομορφιά, διαλέγουμε τη θλίψη, αν μπορούμε την αγιοσύνη επιλέγουμε τη θανάτωση;

Κι ύστερα, δεν το μπορεί η ανθρώπινη φύση να μείνει με μάτια καθαρά να κοιτάζει την αλήθεια της; Αλλά είναι πιο εύκολο, φαίνεται, να την πετά σα δηλητήριο, φταίξιμο των άλλων, αρκεί να μην τη κουβαλάει… Βαρύ πράγμα οι αλήθειες… Και τα όνειρα και τα θέλω κι οι σκέψεις κι οι απουσίες κι οι αναμνήσεις, τα παράπονα, οι μοναξιές, οι φόβοι κι οι χαρές κι οι λύπες, οι συναντήσεις κι οι αποχωρισμοί, τα μουρμουρίσματα τραγουδιών που έμεναν μόνο στη στιγμή κι αντάμωναν ένα δειλινό, τα μουλιασμένα βράδια, τα μουντά πρωινά, το σκοτάδι, οι θύμησες, κι οι λέξεις… Κυνηγητό μια ζωή και κανείς νικητής. Μόνο οι λέξεις…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη