«Άνοιξε το παράθυρο», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Αυτό που θυμάμαι έντονα από τα παιδικά μου χρόνια είναι η αγωνία μου όταν γυρνούσα απ’ το σχολείο να δω από μακριά τα παντζούρια του σπιτιού μας ανοιχτά, όπως των άλλων σπιτιών της γειτονιάς. Θυμάμαι τη λαχτάρα μου να μυρίσω από μακριά την ευωδιά της κατσαρόλας μας, όπως μοσχοβολούσαν και γαργαλούσαν τη μύτη μου οι μυρωδιές απ’ αυτά που ετοίμαζαν για τους δικούς τους όλες οι νοικοκυρές της γειτονιάς. Μα τα δικά μας παντζούρια ήτανε πάντοτε κλειστά και καμιά μυρωδιά δεν μ’ αγκάλιαζε όσο ζύγωνα. Η μάνα μας κάθε φορά κοιμότανε ακόμα, όταν εμείς τα παιδιά γυρίζαμε σπίτι. Αυτή η εικόνα έχει σακατέψει κάθε ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια. Τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού μας. Γι’ αυτό και σήμερα κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου, πριν ακόμα ετοιμάσω τα παιδιά για το σχολείο, τρέχω ν’ ανοίξω τα παντζούρια διάπλατα, να ορμήσει το φως κι ο ήλιος στο σπίτι μας. Ακόμα και στα όνειρά μου με κυνηγάνε τα κλειστά παντζούρια και βλέπω τον εαυτό μου να τ’ ανοίγει με δύναμη για να προσκαλέσει την καινούργια μέρα να περάσει σ’ εκείνο το παλιό μας σπίτι.

Θυμάμαι ακόμα πως κάθε πρωί ξυπνούσα πρώτη απ’ το άγχος να ετοιμάσω τα δυο μικρότερα αδέρφια μου να σηκωθούνε για το σχολείο. Μονάχα μας προσπαθούσαμε να βρούμε τα ρούχα μας και να φτιάξουμε το γάλα μας. Ποτέ δεν ήμασταν στην ώρα μας όταν χτυπούσε το κουδούνι. Πάντα θα έμπαινα τελευταία στην τάξη με κατεβασμένα τα μάτια από ντροπή και πάντα η δασκάλα θα μου έκανε παρατήρηση. Μια φορά μάλιστα αγανάκτησε επειδή άργησα λίγο παραπάνω και μ’ έδιωξε με φωνές από την τάξη. Με βουρκωμένα μάτια από θυμό για το φέρσιμό της κι από ντροπή, πήρα το δρόμο της επιστροφής και στο προαύλιο συνάντησα μια συμμαθήτριά μου με τη μαμά της που τη συνόδευε στο σχολείο.

‘’Πού πας Δωρούλα’’, με ρώτησε με απορία. ‘’Γιατί φεύγεις; Σου συνέβη κάτι;’’

Απέφυγα να την κοιτάξω. Με πήρε αμέσως το παράπονο για το ενδιαφέρον της κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Μες στ’ αναφιλητά μου, της εξήγησα μέσες άκρες τον λόγο που έφευγα. Όταν κατάλαβε η γυναίκα τι είχε συμβεί, θύμωσε κι εκείνη με τη συμπεριφορά τής δασκάλας μου. Θυμάμαι πως με άρπαξε με το άλλο της χέρι για να πάμε μαζί μέσα στην τάξη. Η μικρή μου παλάμη ζεστάθηκε μες στη δική της και μου έδωσε κουράγιο να την ακολουθήσω. Ένιωσα για πρώτη φορά ασφάλεια μέσα στη ζεστή παλάμη ενός άλλου χεριού που κρατούσε το δικό μου.

Ένιωσα πως επιτέλους είχα κι εγώ έναν άνθρωπο να με υπερασπιστεί. Η δασκάλα με δέχτηκε πίσω εκείνη την ημέρα κι από τότε σπάνια μου έκανε παρατήρηση όταν αργούσα. Φαίνεται πως συζητήθηκε το θέμα στο γραφείο του διευθυντή, μετά από την παρέμβαση της μητέρας τής συμμαθήτριάς μου.

Στο δικό μας σπίτι είχαμε πάντα τα παντζούρια μας κλειστά. Η δικιά μου μάνα κοιμότανε τη μέρα και τη νύχτα δούλευε. Ήτανε γυναίκα τής νύχτας. Τα βράδια μάς άφηνε μόνα μας τρία παιδιά στο διαμέρισμα κι έφευγε για τη δουλειά της. Θυμάμαι πως έβγαινα στο μπαλκόνι και τη φώναζα από ψηλά να γυρίσει πίσω. Ήμουνα εννιά χρονών κοριτσάκι κι ο φόβος φώλιαζε στην ψυχή μου κάθε φορά που απομακρυνόταν από κοντά μας.

Η δικιά μου μάνα ήτανε άρρωστη. Έπινε για να ξεχνάει, έπινε γιατί μονάχα έτσι αισθανόταν καλά, ήτανε φοβερά εξαρτημένη από το ποτό κι έτσι δεν κατάφερνε σχεδόν ποτέ να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Η δικιά μου μάνα είχε ανάγκη από τη δική μας φροντίδα. Αντί να μας φτιάξει εκείνη γάλα, εμείς φροντίζαμε να της έχουμε έτοιμο τον καφέ της όταν ξυπνήσει. Γύριζε σπίτι τα χαράματα και ξυπνούσε αργά το απόγευμα. Σχεδόν ποτέ δεν είχε κέφι. Πολλές φορές μας μάλωνε για το ντύσιμό μας και μας φώναζε που πήγαμε έτσι στο σχολείο και την κάναμε ρεζίλι. Δεν φρόντιζε όμως ούτε από βραδύς να μας έχει τα ρούχα έτοιμα για την επόμενη μέρα. Διαρκώς ήταν χαμένη σ’ έναν δικό της κόσμο που εμείς δεν χωρούσαμε.

Μια μέρα που ήμασταν πάλι μόνα μας, ο αδερφός μου έβαλε ζεστό νερό μαζί με γάλα σ’ ένα σέικερ κι άρχισε να το χτυπάει. Το σέικερ άνοιξε και ζεμάτισε τα χέρια του. Άρχισε να κλαίει απ’ τον πόνο κι εγώ προσπαθούσα να τον βοηθήσω. Του έβαζα οδοντόκρεμα και τρέχανε τα μάτια μου δάκρυα ζεστά σαν τα δικά του. Βγήκα αλαφιασμένη με τις παντόφλες και πετάχτηκα σ’ ένα κοντινό φαρμακείο να του πάρω μια αλοιφή για το κάψιμο. Η φαρμακοποιός με κοιτούσε περίεργα, όταν  κατάλαβε πως ήμουνα κλαμένη. Δεν είχα χρήματα να την αγοράσω όμως και της υποσχέθηκα πως θα της τα πήγαινα το επόμενο πρωί. Με λυπήθηκε και μου έδωσε την αλοιφή. Την άλλη μέρα το πρωί άνοιξα την τσάντα της μάνας μου που την είχε παρατημένη στο σαλόνι και πήρα τα χρήματα για να την πληρώσω. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το λιονταράκι που είχε ζωγραφισμένο στο κουτί της η αλοιφή και έγιανε το τραύμα τού αδερφού μου.

Στο σχολείο όλη την ώρα σκεφτόμουν τη μητέρα μου, ενώ τα άλλα παιδιά έπαιζαν ξέγνοιαστα στο προαύλιο, έτρεχαν και γελούσαν. Παρακαλούσα από μέσα μου κι ευχόμουν γυρίζοντας σπίτι να δω μια φορά τα παντζούρια μας ανοιχτά και το σπίτι νοικοκυρεμένο. Ποτέ δεν βρήκαμε το τραπέζι μας στρωμένο. Ποτέ δε μας καλωσόρισε το μεσημέρι που γυρνούσαμε. Μέσα στο σπίτι περπατούσαμε στα νύχια για να μην την ενοχλήσουμε και ξυπνήσει με νεύρα.

Μια άλλη φορά είχαμε βγάλει το βράδυ τα σκουπίδια στην είσοδο, επειδή φοβόμασταν να πάμε να τα πετάξουμε μες στη νύχτα και μύριζαν άσχημα. Μετά από λίγο μας χτύπησε την πόρτα ο σπιτονοικύρης και μας φοβέριζε πως αν δεν τα πετάξουμε και δεν καθαρίσουμε την είσοδο, θα μας πετάξει κι αυτός απ’ το διαμέρισμα με τις κλωτσιές. Πήραμε από μια σακούλα εγώ κι η αδερφή μου και πιαστήκαμε απ’ το χέρι για να μη φοβόμαστε. Τα πετάξαμε και μετά γυρίσαμε και σφουγγαρίσαμε την είσοδο για να μη μας φωνάζει. Δεν είχαμε σφουγγαρίστρα και την κάναμε με βρεγμένα πανιά, που τα πετάξαμε μετά για να μην τα βρει η μάνα μας και μας μαλώσει.

Οι εθισμένοι γονείς έχουνε την απαίτηση απ’ τα παιδιά τους να αναλαμβάνουν ευθύνες που οι ίδιοι δεν μπορούνε, διάβασα χρόνια αργότερα σε βιβλία ψυχολογίας προσπαθώντας να κατανοήσω τη συμπεριφορά τής μάνας μου. Απαιτούν απ’ τα παιδιά τους να είναι πιο ώριμα και πιο ικανά από την ηλικία τους, ακόμα κι από τους ίδιους. Το ίδιο συνέβαινε και μ’ εμάς. Είχαμε αναλάβει από μικρά τον δικό της ρόλο μέσα στο σπίτι. Κι αυτό θυμάμαι ήταν ένα βάρος ασήκωτο για τους μικρούς μας ώμους. Μας δημιουργούσε πολύ μεγάλο άγχος στην καθημερινότητά μας, κυρίως σε μένα, που σαν μεγαλύτερη προσπαθούσα με κάθε τρόπο να προστατέψω τα μικρότερα αδέρφια μου απ’ αυτό τον εφιάλτη που βιώναμε.

Οι δικοί μου γονείς χώρισαν όταν ο αδερφός μου ήταν μόλις δυο χρονών. Ο πατέρας δεν την άντεχε άλλο τη μάνα μου και λυπόταν κι εμάς που δεν αντέχαμε τους καβγάδες τους. Ο χωρισμός φαίνεται πως της στοίχισε πολύ, γιατί από τότε πήρε πια την κάτω βόλτα. Ξυπνούσε διαρκώς με πονοκέφαλο και με νεύρα. Θυμάμαι πως όταν ο πατέρας επικοινωνούσε μαζί μας τον παρακαλούσα να πάρει τα μικρότερα αδέρφια μου κοντά του. Τουλάχιστον τον αδερφό μου. Δεν άντεχα να τα βλέπω να υποφέρουνε.

Πολλές φορές μεγαλώνοντας μου περνούσε η σκέψη να φύγω από το σπίτι, αλλά η αγάπη για τα αδέρφια μου έβαζε φρένο σ’ αυτή την επιθυμία μου. Η αγάπη αυτή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις αποφάσεις μου κι έτσι ποτέ δεν έκανα αυτό το βήμα, μόνο και μόνο για να μην τα πληγώσω κι εγώ. Ο αδερφός μου από μικρός πάσχει από κρίσεις πανικού.

Οι Κυριακές ήταν για μας οι πιο θλιβερές μέρες. Ποτέ δεν κάναμε κάτι διαφορετικό, ποτέ δε βγήκαμε από το σπίτι να πάμε μια εκδρομή. Ποτέ δεν νιώσαμε τη γλυκιά θαλπωρή μιας Κυριακάτικης μέρας. Όταν ξυπνούσαμε καθόμασταν στο σαλόνι σιωπηλά κι ανοίγαμε την τηλεόραση χωρίς φωνή για να μην την ενοχλήσουμε. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε στο ψυγείο. Μερικές φορές ούτε ψωμί δεν υπήρχε στο σπίτι.

Μονάχα μια Κυριακή θυμάμαι σ’ όλα αυτά τα χρόνια που εκείνη ξύπνησε νηφάλια κι ήθελε να μας περιποιηθεί. Αργά το απόγευμα όρμησε στο σαλόνι με τη ρόμπα της κι άνοιξε τα παντζούρια διάπλατα. ‘’Άνοιξε το παράθυρο να μπει δροσιά να μπει του Μάη… εμείς για αλλού κινήσαμε γι’ αλλού κι αλλού η ζωή μας πάει…’’ τραγουδούσε χαμογελαστή.  Είναι η μοναδική όμορφη εικόνα που συγκράτησα από εκείνα τα χρόνια. Ύστερα γύρισε και μας είπε πως θα πάει στην κουζίνα να μας ετοιμάσει ένα ωραίο δείπνο. Εγώ με τα αδέρφια μου κοιταγόμασταν απορημένα. Δεν την είχαμε ξαναδεί τόσο ζωντανή και τόσο εύθυμη. Όταν τρώγαμε, εκείνη συνέχισε να μουρμουρίζει το τραγούδι. Έπινε κρασί και μας χάιδευε σιωπηλά με τα μάτια της. ‘’Το καλοκαίρι θα πάμε μαζί διακοπές. Σας το υπόσχομαι. Θα πάμε σ’ ένα νησί, όποιο θέλετε και θα κάτσουμε ένα μήνα να χορτάσετε τη θάλασσα…’’ μας έλεγε τρυφερά και μας κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη. Δεν κατάφερε φυσικά να κρατήσει την υπόσχεσή της. Ποτέ δεν πήγαμε μαζί διακοπές.

Τα καλοκαίρια μας τα περνούσαμε με τη γιαγιά μας, τη μάνα τού πατέρα μου.  Ήταν μια ανακούφιση αυτό για μας. Η γυναίκα αυτή μας φρόντιζε και μας απάλυνε τον πόνο σαν αληθινή μάνα. Μονάχα κοντά της αισθανόμασταν ασφάλεια. Τη λατρεύαμε. Η μυρωδιά του κόρφου της μου κρατάει ακόμα συντροφιά τα  βράδια, όταν κάποιες αναμνήσεις ορμάνε απ’ τα παλιά και ξεθάβουν αισθήματα που πονάνε.


Ακούστε το τραγούδι ‘Άνοιξε το παράθυρο’


Σήμερα σκέφτομαι πως τουλάχιστον εμείς ήμασταν τυχερά σε σχέση με κάποια άλλα παιδιά που μεγαλώνουν δίχως να έχουν κανέναν δίπλα τους να τα νοιαστεί και να τους συμπαρασταθεί. Εμείς ευτυχώς είχαμε συγγενείς κοντά μας. Γιαγιάδες, παππούδες, θείες, που μας παραστάθηκαν και δεν χρειάστηκε ποτέ να μπούμε σε ίδρυμα. Νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη στον Θεό που μας έδωσε αυτούς τους ανθρώπους. Που γνωρίσαμε την αγκαλιά τους και εισπράξαμε την αγάπη τους.

Θυμάμαι ακόμα, πόσο ζήλευα τα άλλα παιδιά που θεωρούσαν δεδομένο πως τις γιορτές θα τις περάσουν με τους γονείς τους και θα στολίσουν τα σπίτια τους και σχεδίαζαν να πούνε τα κάλαντα στις γειτονιές με τους φίλους τους. Εμείς ποτέ δεν κάναμε σχέδια. Δεν ξέραμε ποτέ πού θα κάνουμε γιορτές. Η μάνα μου δούλευε κι ο πατέρας ήταν μακριά. Πολλές φορές, ευτυχώς, πηγαίναμε στις αδερφές της που μένανε πιο κοντά μας. Εκεί συναντούσαμε τα ξαδέρφια μας, τον παππού μας και την άλλη γιαγιά, που μας αγκαλιάζανε κι αυτοί όλοι με αγάπη και μας φρόντιζαν όσο μπορούσαν. Τα καλοκαίρια και οι γιορτές ήταν μια όαση για μας μέσα στην ερημιά μας και τα περιμέναμε με αγωνία για να φύγουμε απ’ το σπίτι.

Σήμερα δουλεύω σε οίκο ευγηρίας. Το επιδίωξα η ίδια. Μ’ αρέσει να φροντίζω τους ηλικιωμένους. Να τους κρατάω συντροφιά και να τους περιποιούμαι. Όλα αυτά που οι άλλοι αποφεύγουν να κάνουν, εγώ τους τα προσφέρω δίχως δεύτερη σκέψη. Νιώθω έντονα την ανάγκη να ανταποδώσω όσα έκαναν για μας.

Ο ρόλος του πατέρα παίζει σημαντικό ρόλο σε τέτοιες περιστάσεις. Ο δικός μας διάλεξε να απέχει. Ο αδερφός μου δε τον συγχώρεσε. Εγώ όμως τον είχα ανάγκη. Είχα την ελπίδα ότι η παρουσία του θα βοηθούσε τη μητέρα μου. Στα χρόνια μετά την εξαφάνιση τού πατέρα, η μάνα σιγά σιγά βυθίστηκε στην απελπισία της. Άρχισε να πίνει μέχρι που έφτασε στο σημείο να μεθάει με μια γουλιά. Ο αδερφός μου μεγαλώνοντας επέλεξε να απομακρυνθεί κι αυτός, σαν τον πατέρα. Δεν ήθελε να τη βλέπει σ’ αυτό το χάλι και είχε πολύ θυμό μέσα του για όλα. Κι εγώ είχα. Αλλά κάποιος έπρεπε να φανεί πιο δυνατός.

Αυτό που με θλίβει σήμερα, όταν η σκέψη μου ξεστρατίζει προς τα πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, είναι η απώλεια της παιδικής μας ηλικίας. Τα όνειρα που ποτέ δεν κάναμε σαν παιδιά. Τα παιχνίδια που δεν χαρήκαμε. Οι ανέμελες στιγμές που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Τα παιδικά χρόνια είναι η πιο όμορφη περίοδος στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων. Εμείς δεν ανήκαμε σ’ αυτούς. Ποτέ δεν νιώσαμε ασφαλή και χαρούμενα στο δικό μας σπίτι.

Στην εφηβεία μου έπασχα από κατάθλιψη και πάθαινα συχνά κρίσεις πανικού. Είχα χαμηλή αυτοπεποίθηση και φοβερή ανασφάλεια. Όταν έπιασα την πρώτη μου δουλειά το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να επισκεφτώ ψυχολόγο. Ήθελα να μιλήσω σε έναν άνθρωπο που να με καταλαβαίνει  και  πίστευα πως αν τα βγάλω όλα από μέσα μου θα ξαλαφρώσω.

Σκέφτομαι συχνά πόσα παιδιά υποφέρουνε και πως χρειάζονται φροντίδα και την παρέμβαση ενηλίκων που μπορούνε να τους παρέχουνε μια υποστήριξη. Οι εθισμένοι γονείς χρειάζονται βοήθεια από ειδικούς για απεξάρτηση και υποστήριξη για όλη τους τη ζωή. Η ψυχοθεραπεία θεωρώ πως είναι απαραίτητη, τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους, επειδή είναι άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση και συχνά με έλλειψη υποστήριξης από το περιβάλλον τους. Εμένα τουλάχιστον με βοήθησε πολύ. Δεν μου βρήκε λύσεις φυσικά ο γιατρός αλλά μου έδειξε τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσω ώστε να καταφέρω να συνεχίσω τη ζωή μου. Μέσα από τις κουβέντες μας με βοήθησε να κατανοήσω πόσο άρρωστοι και ανίκανοι είναι οι εθισμένοι άνθρωποι. Συνειδητοποίησα πως η μάνα μου μας αγαπούσε αλλά αδυνατούσε να μας το δείξει. Ο φόβος, το άγχος, ο πανικός, οι ευθύνες είναι τα στοιχεία που έχτισαν και διαμόρφωσαν τον  χαρακτήρα μου. Οι ιδιορρυθμίες μου, οι συνήθειες μου, οι δυνατότητές μου, οι επιθυμίες μου, επηρεάστηκαν απ’ όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα. Προσπάθησα όμως, να επουλώσω τις πληγές μου και να αποδεσμευτώ από το παρελθόν μου, για να σταθώ στα πόδια μου γερά και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια.

Τη μάνα μου δεν την ήθελα στο γάμο μου παρ’ όλο που προσπάθησαν όλοι οι συγγενείς να με πείσουν να τη δεχτώ. Ένιωθα ακόμα φοβερή οργή μέσα μου για εκείνη. Αργότερα όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί με παρακάλεσε απ’ το τηλέφωνο να δεχτώ να συναντηθούμε. Ήρθε θυμάμαι να μου κάνει επίσκεψη και το χνώτο της μύριζε από μακριά αλκοόλ. Δεν την άφησα να πλησιάσει το μωρό μου. Θύμωσα για άλλη μια φορά με τη συμπεριφορά της κι από τότε την κράτησα μακριά από την οικογένειά μου.

Μονάχα όταν έμαθα απ’ τις θείες μου πως δεν ήτανε καλά αποφάσισα να πάω να τη δω. Ήρθε κι ο αδερφός μου μαζί μου. Τη βρήκαμε στο κρεβάτι και τη φροντίσαμε σαν μικρό παιδί. Την κάναμε μπάνιο, τη χτενίσαμε, της μιλούσαμε τρυφερά, της είπαμε πως την αγαπάμε. Αυτοί οι άνθρωποι τελικά δεν καταφέρνουν να σε κάνουν να τους μισήσεις. Αντίθετα, σου προκαλούνε οίκτο και συμπόνια. Μετά από λίγες μέρες μας ειδοποιήσανε πως πέθανε. Ήτανε νέα ακόμα. Στην ηλικία που είμαι εγώ σήμερα. Σαράντα δυο.

Όταν έγινα μητέρα ένιωσα πως άλλαξαν πολλά πράγματα μέσα μου. Γλύκαναν τα συναισθήματά μου. Ο φόβος και η ανασφάλεια παραχώρησαν τη θέση τους στη χαρά και στην ελπίδα που ξεπρόβαλε μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών μου.

Μεγαλώνοντας αποφάσισα να απέχω από το αλκοόλ. Ακόμα κι όταν έβγαινα για διασκέδαση με φίλους ή με τον σύντροφό μου, αναψυκτικά έπινα όλη νύχτα. Οτιδήποτε μου μύριζε αλκοόλ, μου ξυπνούσε τις πιο άσχημες αναμνήσεις.

Από τότε που εκείνη έφυγε απ’ τη ζωή, ένιωσα τον θυμό που έτρεφα μέσα μου να ξεθυμαίνει μέρα με τη μέρα. Ένιωσα έντονα την ανάγκη να τη συγχωρήσω για να αποφορτιστώ από τον ψυχικό πόνο που βίωσα λόγω της άσχημης συμπεριφοράς της απέναντί μας. Ό,τι κι αν έκανε, όσο κι αν με πλήγωσε, όσες φορές κι αν ένιωσα πως δεν την είχα πλάι μου στις δύσκολες στιγμές, άλλες τόσες την αναζήτησα κι άφησα τη σκέψη μου να τρέξει κοντά της. Η συγχώρεση, μου είχε αναφέρει κάποια στιγμή ο ψυχοθεραπευτής, προσφέρει απελευθέρωση από τα δυσάρεστα συναισθήματα, ψυχική ηρεμία και ηθική ικανοποίηση στον άνθρωπο που την προσφέρει. Μονάχα μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία καταφέρνει κι αποδεσμεύεται κάποιος από το παρελθόν του και βιώνει τη λύτρωση. Τότε, δεν έδωσα μεγάλη σημασία στα λόγια του επειδή η οργή και ο θυμός που πήγαζαν απ’ τη συμπεριφορά της, κόχλαζαν ακόμα μέσα μου. Τώρα όμως γνωρίζω πως όλα τα πράγματα θέλουν τον χρόνο τους για να ωριμάσουν. Ήρθε η ώρα που τα κατάφερα και τη συγχώρεσα, επειδή το είχα κι εγώ μεγάλη ανάγκη.

Αυτό που επιθυμώ πραγματικά σήμερα είναι η ηρεμία. Πολλές φορές νιώθω να βγαίνουν στην επιφάνεια κακοφορμισμένα τα συναισθήματα από τις άσχημες αναμνήσεις που έχω θαμμένες μέσα μου, αλλά δεν το βάζω κάτω,  παλεύω να το χειριστώ για να πετύχω κάποτε να αφήσω πίσω μου αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου.

Ένα βράδυ που βλέπαμε τηλεόραση με τα παιδιά μου, άκουσα πάλι εκείνο το παλιό τραγούδι. «Άνοιξε το παράθυρο να μπει δροσιά να μπει του Μάη εμείς για αλλού κινήσαμε γι’ αλλού κι αλλού η ζωή μας πάει…» Είναι κάποιες στιγμές που σε σημαδεύουν. Ένιωσα τη  θλίψη να κυλάει μέσα μου. Τα μάτια μου έτρεχαν και δεν μπορούσα να συγκρατήσω το παράπονο που αναδυόταν και μ’ έπνιγε, από εκείνη την Κυριακάτικη ανάμνηση. Τα παιδιά με κοιτούσαν απορημένα μα εγώ δεν ήμουν ακόμα σε θέση να τους δώσω μια εξήγηση.

Μια άλλη εικόνα που σημάδεψε για πάντα τα παιδικά μου χρόνια είναι τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού μας. Γι’ αυτό και σήμερα κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου, πριν ακόμα ετοιμάσω τα παιδιά για το σχολείο, τρέχω ν’ ανοίξω τα παντζούρια διάπλατα, να ορμήσει το φως κι ο ήλιος στο σπίτι μας. Ακόμα και στα όνειρά μου με κυνηγάνε τα κλειστά παντζούρια και βλέπω τον εαυτό μου να τ’ ανοίγει με δύναμη για να προσκαλέσει την καινούργια μέρα να περάσει σ’ εκείνο το παλιό μας σπίτι. Καμιά φορά, αν έχω κέφι, τραγουδάω κι εκείνο το τραγούδι της.

‘’Οι βέρες ήτανε χρυσές, χρυσές κι οι αλυσίδες

που δέσανε τα νιάτα μας… πώς δεν τις είδες…

Άνοιξε το παράθυρο να μπει, δροσιά να μπει του Μάη

εμείς γι’ αλλού κινήσαμε γι’ αλλού κι αλλού η ζωή μας πάει…’’

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη