“Χάιδω και Σωτηράκης – Η γνωριμία”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Η ιστορία μας τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας. Για την ακρίβεια η Χάιδω είναι από ένα ορεινό χωριό της Αργιθέας. Πιο ορεινό δεν γίνεται. Κι ο Σωτηράκης είναι από ένα καμπίσιο. Κάμπος καραγαρμπίλα, που λέμε. Τα δυό άκρα αντίθετα, γκαραγκούνης ο ένας, σαπανίτσ’α η άλλη, μακριά το ‘να απ’ τ ‘ άλλο, ήρθαν και τα γκίμισιαν ένα πρωί, στη μεγάλη ζωοπανήγυρη που γίνονταν κάθε Σάββατο στο μεγαλύτερο κεφαλοχώρι της περιοχής.

Ένα αλισβερίσι για την προμήθεια μιας πρατίνας στάθηκε η αιτία να γεννηθεί ένας μεγάλος έρωτας. Τη δόλια την πρατίνα την θέλανε κι οι δυό. Κι απάνω στο παζάρεμα, ένα και μόνο βλέμμα κατάματα ασκαρδαμυκτί, στάθηκε ικανό να τους δέσει για πάντα. Για πάντα, όμως; Δεν ξέρουμε ακόμα…

Η Χάιδω κι ο Σωτηράκης είναι ένα νέο ζευγάρι. Μετά από κείνο το Σάββατο φρόντιζαν κι οι δυό να παένουν στη ζωοπανήγυρη με κάποια πρόφαση. Μέχρι και φουκάλι για την αυλή απ’ αυτού ήθελε ν’ αγοράσει η Χάιδω. Κι ανέβα – κατέβα με το γομάρι κάθε βδομάδα, την ψυλλιάστηκε η μάνα της.

«Δε μ’ λες μουρή Χαϊδούλα, μπα και νοάς πους τρωμ’ κουτόχορτ’ ιδώ σ’ απάν’;», την ρώτησε η μάνα της. «Μη κι καταλάβου πους του ‘κατσις του λιβέντ’ απ’ νταλαβιρίζισι, μαύρου φίδ’ απ’ σε ‘φαγε!».

«Τί ‘ναι αυτά που λες μωρ’ μάνα; Δεν ξέρ’ς τι πιδί ιέχ’ς βγάλ’;» της απάντησε η Χάιδω και γίνηκε κόκκινη σαν τα κοκκινογούλια!

«Ιγώ ξέρου τι λέου, διν είμι χθεσ’νή. Ιμένα με βάφ’τσαν Λεν’ κι μιτράω για δέκα άντρες. Του Σαββάτου θα κατεβούμ’ μαζί στου παζάρ’, πάει κι τέλειουσι».

Τέτοια ήταν η Λένη, η μάνα της Χάιδως. Δυναμική, βάραγε γροθιά στο μαχαίρι. Μα δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Παιδί δωδεκαμελούς οικογένειας η ίδια, φτωχιά όσο δεν έπαιρνε, στάθηκε τυχερή και την αγάπησε ο μοναχογιός της κυρα-Τασούλας, της χήρας. Όχι πως δεν τον αγάπησε κι αυτή, μ’ όλη της την καρδιά. Κι ας τον ήτανε κοντός, ήτανε ομορφάντρας με τα όλα του. Και γίνηκε η πρώτη κυρά στο χωριό, με τα χωράφια της και με τα ζα της και με το σπίτι της το  δίπατο το πετρόχτιστο. Και του ‘κανε του κυρ-Στέφου κι έξι παιδιά, δυό κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Το πρώτο της κορίτσι ήταν η Χάιδω. Η χαϊδεμένη της, η γαλανομάτα της, η νεράιδα της. Κι από τσαγανό, αντράκι, ίδια η μάνα της.

Ήταν, το λοιπόν, ο κυρ-Στέφος άνθρωπος μάλαμα, αλλά ασθενικός πολύ. Κι έτσι η Λένη ήταν στα μέσα και στα έξω το αφεντικό και το κουμάντο στο βιός τους. Κι από κοντά, σαν να ‘τανε αγόρι, είχε τη Χάιδω. Το μυαλό της ξουράφι σκέτο. Αυτή κανόνιζε τα μεροδούλια στους εργάτες, αυτή αγόραζε τα ζα, αυτή τον καρπό. Κι ας μην την έπιανε το μάτι σου, έτσι που την έβλεπες όμορφη και λεπτοφτιαγμένη σαν ξωτικό.

Έτσι την πάτησε κι ο Σωτηράκης. Την είδε στο παζάρι κι έπεσε του θανάτου. Τόσο την ερωτεύτηκε. Και μέτραγε τις μέρες για να ξανάρθει το Σάββατο, να τρέξει με τη σούστα που την είχε ζωσμένη σε δυό άλογα, να πιάσει πόστο και να καρτεράει να κατέβει η Χάιδω. Γιατί το ‘ξερε μέσα του πως και κείνης δεν της ήταν αδιάφορος.

Την πρώτη φορά που ανταμώσανε δεν αλλάξανε κουβέντα. Μόνο ματιές. Ούτε το όνομά της δεν ήξευρε. Το δεύτερο Σάββατο, όμως, που την ματαβρήκε, την άρπαξε απ’ το μπράτσο και την γύρισε να τηνε δει, να της μιλήσει, μην την χάσει και ποιος καρτέραγε για μια βδομάδα ακόμα.

«Στασ’ να σι πω! Ποιανού είσι συ;», τη ρώτησε όλο λαχτάρα.

«Μπα! Και ποιος είσι του λόγου σ’ απ’ θες να μάθ’ς;», του απάντησε εκείνη κάνοντας πως δεν το ξέρει κι ας κλώτσαγε η καρδιά της μέσ’ στα στήθια της, που τον είχε δει από ώρα να την ψάχνει με το βλέμμα μες στον κόσμο.

«Ναι, σουστά. Ιγώ είμι ου Σωτήρης ου Καρανάσιους. Μένου στου Παλαμά», της είπε.

«Ιμένα μι λένι Χάιδου κι είμι απ’ την Αργιθέα. Είμι του πιδί του Στέφου και της Λένης Κοτιά, θα τ’ς έχ’ς ακ’στά φαντάζουμι. Χάρ’κα…» του απάντησε αυτή και τον σκλάβωσε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Και το λοιπόν; Γυρεύ’ς κάτι;»

Ο Σωτηράκης, που όση ώρα μίλαγαν δεν της είχε αφήσει το μπράτσο, την κοίταζε μαγεμένος. «Ισένα γύρευα, διν σ’ έχου βγάλ’ ντιπ απ’ του νου μου απ’ όταν σ’ είδα».

Α, όλα κι όλα. Ο Σωτηράκης ήτανε άντρας με το Α κεφαλαίο. Ψηλός, όμορφος, γεροδεμένος. Έπιανε την πέτρα και την έστυβε. Κι ο λόγος του συμβόλαιο. Ο πατέρας του είχε χίλια στρέμματα ποτιστικά δικά του κάτω στον κάμπο κι ίσα λίγα πρόβατα για τις δικές τους τις ανάγκες. Επίσης, είχε δικό του το σπίτι που έμεναν, τον καφενέ του χωριού και το οίκημα που στεγαζόταν το Κοινοτικό Γραφείο. Κι όλο αυτό το βιός ήτανε του Σωτηράκη, γιατί το ‘φερε έτσι η κατάρα κι η δόλια η μάνα του, μετά που τον γέννησε, δεν μπόραγε να κάνει άλλα παιδιά. Μοναχοπαίδι το ‘χανε, λοιπόν, χατήρι δεν του χάλαγαν για τίποτες. Μα και κείνος δεν ήταν κάνα κακομαθημένο μαμόθρεφτο. Μπροστά σ’ όλα τον έβρισκες, δεν τον έσκιαζε η δουλειά.

«Πότι θα σε ξαναϊδώ;» την ρώτησε όλο ανυπομονησία.

«Του Σάββατου απ’ θα ματάρθω για το παζάρ’ Σωτηράκη», του απάντησε εκείνη κι έτσι του ‘μεινε το υποκοριστικό, που μέσα εκεί έκρυψε όλον της τον έρωτα για κείνον. «Κι τώρα άφ’κε με, μας θωρεί ου κόσμους».

Κι έτσι γίνηκε η αρχή. Κι αυτό ήταν το κρίμα τους όλο κι ο κρυφός τους έρωτας. Δυο κουβέντες στα πεταχτά, κάθε Σάββατο στο παζάρι. Με προσοχή και δήθεν τυχαία, μην τους κρεμάσουνε κουδούνια. Κι όχι τίποτις άλλο, για την τιμή και την υπόληψη της Χάιδως νοιάζονταν πιότερο. Ο Σωτηράκης άντρας ήταν, δεν θα τον κατηγόραγε κανείς για κάτι. Αλλά της Χάιδως, κάλλιο να της έβγαινε το μάτι παρά το όνομα. Λεύτερο κορίτσι, μετά δεν θα την ήθελε κανένας και θα γέμιζε κάνα ράφι μοναχή της.

Περάσαν έτσι έξι Σάββατα, μέχρι που τους πήρε μυρουδιά η μάνα της Χάιδως. Και κατέβηκαν μαζί εκείνο το μοιραίο Σάββατο στο παζάρι. Και σαν της τον έδειξε η κόρη της ποιος ήταν, πήγε και τον βούτησε απ’ τον γιακά.

«Έτσ’ α το ‘χ’τε ισείς στου χουριό σ’ κοτζαμάν άντρας; Να πλαϊάζετε απού κουντά τα κουρίτσια, να ‘χ’ να μουλουγάει ου κόσμους; Τι τ’ς είσι συ της θυχατέρας μ’ κι ανταμώνιτι κάθι Σάββατου; Ε; Έχουμι κι ένα όνομα ιμείς, μπα κι μας πέρασις για τίπ’τα τυχαίους;», τον πήρε απ’ τα μούτρα η Λένη.

«Τι είν’ αυτά που λες κυρά – Λένη; Ιγώ έχου καλόν σκοπό για του κουρίτσ’!», απάντησε ο Σωτηράκης.

«Άμαν έχ’ς καλόν σκοπόν, όπους λιές, του κουρίτσ’ έχ’ σπίτ’ κι μάνα κι πατέρα!», τον αποστόμωσε η Λένη. «Να ‘ρθεις να την γυρέψ’ς κατά πως τ’ς πρέπ’! Κι μέχρι τότες ξέχασ’ τα αυτά που ήξευρες!». Κι έκανε μεταβολή και έφυγε μαζί με την κόρη της. Και πριν προλάβει να ‘ρθει το επόμενο Σάββατο, ο Σωτηράκης πήγε μαζί με τον πατέρα του και την μάνα του στο χωριό της Χάιδως, για να γνωριστούν τα σόγια και για να δώσει λόγο. Λόγο πως θα την πάρει με παπά και με κουμπάρο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη