«Το τέλος», ένα διήγημα της Μαρίας Πανούτσου

Και έσονται οι δύο ψυχές εις σάρκα μία.

“Las cosas me acompañan y se van.

Las tengo de noche, las pierdo de día.

No estoy preso de las cosas; ellas no deciden nada.” [1]
 Eduardo Galeano

Δεν τον είχε γνωρίσει. Όπως λέμε δει ζωντανό. Δεν την είχε δει, όπως λέμε,  ανταμώσει στη ζωή. Είχαν δει ο ένας τον άλλο,  σε αποτυπώσεις  σε σύγχρονο celluloid. Ζωγραφίσανε τι ζωές τους,  με  χρώματα μαβιά,  εκεί σε ένα νέο  υλικό. Ζούσαν στην εποχή του ηλεκτρονικού κόσμου. Είχαν  ακούσει την φωνή ο ένας του άλλου, σε χαμηλούς τόνους  και μικρής διάρκειας μονοσύλλαβες λέξεις. Δεν είχαν αντικρίσει ο ένας τον άλλον στα μάτια, δεν είχαν αγγίξει ο ένας τον άλλον, δεν είχαν μυρίσει ο ένας τον άλλον. Δεν είχαν δει ο ένας τον άλλον να χαμογελά, να δακρύζει, να φωνάζει. Ένας άνδρας και μια γυναίκα γνωρίστηκαν μέσα από τον δρόμο της σκιάς κατά τύχη. Η φαντασία  επωμίστηκε τον ρόλο Θεού και του Θεού το θέλημα εγένετο. Ο αέρας  έφερε τον σπόρο στην μήτρα και των δυο. Όλα έγιναν ένα. Μύθος, ποίηση, οργασμός που σήμανε το τέλος.

Ήταν άνοιξη και ο καιρός ακόμη κρύος. Μια γυναίκα θα λέγαμε αδιάφορη στην  όψη, περνάει τα σκαλιά της εισόδου του  Αιγινήτειου  Νοσοκομείου. Ρωτάει στις πληροφορίες για έναν ασθενή. Την ειδοποίησαν σήμερα νωρίς το πρωί, για έναν γνωστό της ότι νοσηλεύεται, στο Νοσοκομείο. Απόπειρα αυτοκτονίας. Αν και ταραγμένη  επιμελήθηκε την εμφάνισή της. Παντελόνι μαύρο,  γκρι  πουλόβερ,  αθλητικά   μαύρα παπούτσια  και ένα μπουφάν κόκκινο του αίματος. Ένα σκουφί κόκκινο και αυτό, που μάζευε λίγο τα  μαλλιά της, που άρχισαν να γκριζάρουν.

Τίποτα ιδιαίτερο στην εμφάνισή της, εκτός από τα μάτια της και τον τρόπο που περπατούσε. Μεγάλα ανήσυχα βήματα και ένας βηματισμός  νευρικός. Δεν είχε γνωρίσει μέχρι  την ημέρα αυτή  τον ξένο άνδρα. Ήξερε πολλά για αυτόν αν και αμφέβαλλε αν ήταν αλήθεια όσα της έλεγε. Της έγραφε καθημερινά.  Της έγραφε  στην γλώσσα της και συχνά στην γλώσσα του και τα κομμάτια  αυτά τα ξενόγλωσσα, τα μετέφραζε  σαν να μετέφραζε ποίηση. Μάθαινε από τον ίδιο  για τον ίδιο και άλλα τα συμπέραινε ή τα συμπλήρωνε, με τα όνειρα της.  Γι’ αυτόν τον ξένο  ήρθε  στο νοσοκομείο σήμερα.

Δωμάτιο 27, τρίτος όροφος, νευρολογική πτέρυγα. Η ίδια ήταν άρρωστη δεν της έμενε πολύς χρόνος  ζωής. Όλα θα γίνουν έναν,  το ήξερε αλλά δεν ήξερε πώς. Σαν να αργοφαίνεται τώρα το τι θα γίνει. Μπήκε στην αίθουσα.  Μεγάλη, δώδεκα κρεβάτια.  Η μυρωδιά η χαρακτηριστική των νοσοκομείων την γέμισε με άρνηση και  θυμό. Τον είδε. Τον αναγνώρισε από την  φωτογραφία που της είχε στείλει. Δίπλα του  ήταν δυο γυναίκες, μεγαλύτερης ηλικίας από την δική της. Εκείνος κοιμόταν. Έκανε ένα νόημα  στις γυναίκες. Ήρθε η μια από αυτές.

Ήταν η μητέρα του, η ίδια που της  τηλεφώνησε σήμερα το πρωί. Συστηθήκανε. Ήταν ευγενική μαζί της και ανήσυχη. Την παρακάλεσε να την αφήσει μόνη μαζί του. Απομακρύνθηκαν  οι δύο γυναίκες και σε λίγο βγήκαν από την αίθουσα, αφού της  έριξαν ένα βλέμμα με ένα αχνό χαμόγελο  η μία από αυτές. Έκατσε  στη μοναδική καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Κοίταξε το πρόσωπο του. Πρώτη  φορά τον έβλεπε. Ο περίγυρος έσβησε. Είχε το δέρμα του  το χρώμα του σταχιού. Τα μαλλιά του, σκούρα  μαύρα  λαμπερά,  αν και τώρα ήταν κολλημένα και άτακτα  γύρω από το πρόσωπό του. Ένα εβένινο στεφάνι. Ένα πρόσωπο ανδρικό, ισχνό, με  τα κόκκαλα  να φανερώνονται απαιτητικά. Αξύριστος. Τα χείλη του ωχρά πλούσια, εύρωστα, όμως σφιγμένα ερμητικά κλειστά, ωχρά, πολύ ωχρά. Φαινόντουσαν στενά, ψυχρά και ο όγκος τους κρυμμένος. Όλο το πρόσωπό του  γέμιζε από την ύπαρξη των ρουθουνιών του, τα  όμορφα σχηματισμένα  ρουθούνια της μύτης του. Της έκαναν τόσο  εντύπωση αυτές  οι καμπυλότητες και πόσο αρμονικά   έδεναν με την καμπυλότητα του μετώπου του,  που για λίγο ξέχασε που βρισκόταν.  Ήταν όμορφος,  δεν πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα χρονών.

Δεν ξέρω γιατί και πως θυμήθηκε το  έτος 1855 και  την ιστορική απάντηση του Αρχηγού των ινδιάνων Σκουάμις στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Πιρς,  που ζητούσε να αγοράσει τη γη της φυλής του: «Ο ουρανός που μας φαίνεται αιώνιος και αμετάβλητος, είχε πάντα ένα δάκρυ συμπόνιας, αλλά τι μένει απ’ τη ζωή, αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί το μοναχικό κάλεσμα κοκκινολαίμη, ή τις συζητήσεις των βατράχων τη νύχτα στη μικρή λίμνη».

Ναι, συμπονούσε αυτόν τον άνδρα. Ναι, συμπονούσε και τον εαυτόν της. Ναι,  τον αφουγκραζόταν. Ναι, αφουγκραζόταν  και τον εαυτόν της. Ναι,  τον ένοιωθε μέχρι  το τελευταίο δακτυλάκι του ποδιού της. Τα  χέρια του  απλωμένα στο  σεντόνι  το λευκό. Λεπτά, οστεώδη, όπως ήταν και όλο του το σώμα. Από την μεριά του ορού,  το σεντόνι είχε λερωθεί με αίμα,  με το αίμα του.

Οι φωνές απ’ τα άλλα κρεβάτια  έδιναν μια φιλική ατμόσφαιρα στην αίθουσα. Ο μόνος ασθενής  που κοιμόταν ήταν  ο δικός της ασθενής. Όλα άρχιζαν πάλι. Ήταν στο σημείο μηδέν. Από εκεί που το  άφησαν  μήνες πριν. Δεν αναχαιτίζεις το κακό με το φευγιό. Από την αίσθηση της ματαιότητας, μεσολάβησε  το αδιέξοδο και η σιωπή και όλο αυτό οδήγησε εκεί, στο δικό τους σήμερα,  σε κάτι άγνωστο και  τρυφερό. Εκείνος στο λήθαργο του την  αναζητούσε και εκείνη στον ξύπνιο της  ολόκληρη δίπλα του, τον άγγιζε,  τον χάιδευε, στα χέρια, στο πηγούνι. Είχε πλησιάσει τόσο το πρόσωπο του που  η εκπνοή του  χάιδευε τα χείλη της. Τότε θυμήθηκε  την πρόταση που  της έγραψε κάποια μέρα στην γλώσσα του «tu exhalación mi aliento» [2], όπως  και τώρα,  η εκπνοή του η αναπνοή της. Τον φίλησε όπως φιλούνε ένα παιδί. Εκείνος ξύπνησε σαν το μαγεμένο πριγκιπόπουλο. Άνοιξε τα μάτια του –  μικρές σχισμές  φωτός. Την κοίταξε.  Δεν ήξερε αν την αναγνώρισε αμέσως, αλλά τα χέρια του έσφιξαν τα δικά της ελαφρά.

Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ήθελε να χαθεί,  να πεθάνει ή  να μεταμορφωθεί σε ένα κορίτσι, στο κορίτσι που ήταν κάποτε και να χαθεί μέσα στην παλάμη τού ενός χεριού του.   Ή να γυρίσει το χρόνο στο σημείο πριν τον γνωρίσει. Δεν ήταν στα μέτρα της  η κατάσταση που βίωνε. Την κράτησε  η πραγματικότητα.

Ήταν στο κρεβάτι ενός νέου άνδρα, σε ένα νοσοκομείο. Ένας άνθρωπος που έκανε απόπειρα, ποιος ξέρει γιατί. Πήγε να δει έναν άνδρα που είχε για μια στιγμή προσπαθήσει να θέσει τέρμα στην ζωή του. Αυτό  την συγκλόνισε αφού εκείνη ακριβώς  τη στιγμή το συνειδητοποίησε.  Άφησε  τα χέρια της να σφίξουν τα δικά του και του χαμογέλασε.  Έδειξε να καταλαβαίνει ποια ήταν και με τις δυνάμεις που είχε την τράβηξε κοντά του. Προσπάθησε  να μιλήσει και βγήκε ένας  μικρός ήχος, λουσμένος σε ηχοχρώματα συγκίνησης. Κούνησε  το κεφάλι της  με τρόπο ώστε να θέσει σε κίνηση τα μαλλιά της, τα «μαλάκια» της  όπως τα αποκαλούσε.  Την  τράβηξε και πάλι.  Ήταν  πολύ κοντά,  πρόσωπο με πρόσωπο. Πότε το πηγούνι,  πότε τις μύτες τους ακουμπούσανε,  ένα είδος χαιρετισμού, με τα μάτια τους ορθάνοιχτα,  σαν να μην πιστεύανε  ότι ήταν επιτέλους μαζί.

Ανασηκώθηκε και πέρασε τα δυο της χέρια κάτω από τις ωμοπλάτες του. Επιτέλους ήταν μαζί. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί  σε ένα χαμόγελο των χειλιών του. Με τις μυρωδιές από φάρμακα, από το  αίμα,  από απλυσιά, από τις μυρωδιές  ανθρώπων  σ’ ένα τοπίο τόσο ανθρώπινο,  πιο ανθρώπινο δεν γινόταν. Εκεί έγινε η ένωση. Επιτέλους άγγιζε  την πραγματικότητα και τώρα  θα μπορούσε, αφού την υμνούσε, να απομακρυνθεί χωρίς πόνο. Επιτέλους μαζί. Σκεπτόταν τη ζωή της, σκεπτόταν  τον θάνατο της  και πήρε δύναμη. Το κέντρο της ύπαρξης της αναζήτησε το δικό του. Και ξαφνικά  άρχισε να του μιλά με λαχτάρα, χωρίς καν να παίρνει ανάσα,  ακατάπαυστα,  πετούσε τις λέξεις στο πρόσωπό του και εκείνος χαμογελούσε, μα ξαφνικά με μια κίνηση αργή που έδειχνε πόνο,  της έκλεισε το στόμα με το ελεύθερο χέρι του. Είπε:  «Ησύχασε». Είχε δίκιο. Τώρα όλα έφτασαν στο τέλος, στο σωστό τέλος. Ας ησυχάσουμε.

[Αφιερώνεται στην ουτοπία που καραδοκεί σε κάθε μας  βήμα]


Από  την υπό  έκδοση  συλλογή «Ασκήσεις Μνήμης»

​[1] Tα πράγματα που αγαπώ

 και τα κρύβω μέσα μου,

τα αφήνω να φύγουν

Τα βρίσκω τη νύχτα,

και τα χάνω τη μέρα

δεν κρατιέμαι από τα πράγματα,

και  δεν αποφασίζουν αυτά  για μένα.

 (Μετάφραση Μαρία Πανούτσου)

[2] Η εκπνοή σου αναπνοή μου.


[Copyright ©  Μαρία  ΣκουλαρίκουΠανούτσου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη