“Το λεωφορείο του παραλόγου”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας ενός επεισοδίου να το πω, που συνέβη πριν αρκετό καιρό και  το αναφέρω τώρα, γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να είχε συμβεί ΣΗΜΕΡΑ. Γιατί, τίποτα δεν έχει αλλάξει στις συμπεριφορές και την νοοτροπία ημών των ανθρώπων.

Κατακαλόκαιρο, σαράντα βαθμοί κελσίου υπό σκιάν και το λεωφορείο της γραμμής κλιματίζεται ευτυχώς. Είναι γεμάτο μεν αλλά ουδείς επιβάτης όρθιος.

Έτσι γεμάτο ξεκινά από την αφετηρία και όλοι φαντάζομαι νιώθουμε μιαν αγαλλίαση που θα ταξιδεύαμε τόσο άνετα αυτήν την μισή ώρα μέχρι το τέρμα.

Στην πρώτη στάση, ανεβαίνει μια παρέα νεαρών που κάνει αρετή φασαρία,  μιλώντας δυνατά και χαχανίζοντας. Δώσαμε τόπο στην οργή και μία ανοχή προς τα χαριτωμένα νιάτα. Ο καθένας μας θα ήθελε να είναι ένας από αυτούς τους έφηβους και ας μας μέμφονταν ως ταραξίες .

Στη μεθεπόμενη στάση κατεβαίνουν οι νεαροί που διατάραξαν την πρωινή νιρβάνα μας  και ανεβαίνει μία και μόνον κοπελιά σε φανερά προχωρημένη εγκυμοσύνη ούσα. Λέω ‘’φανερά’’ διότι είτε κυοφορούσε πεντάδυμα, είτε ήταν ετοιμόγεννη και δεν απέκλεια την πιθανότητα να γεννούσε και μέσα στο  γεμάτο λεωφορείο ακόμη. Μιλάμε για τέτοια κοιλιά!!!

ΤΙ λοιπόν θα περίμενε να ακολουθήσει καθ’ ένας εξ’ ημών των επιβατών ή  και όλοι μας συγχρόνως; Να προσφερθούμε, να παραχωρήσουμε την θέση μας και τη βολή μας σ’ αυτήν την κυρία.

Αμ δε…

Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του, εμού μη εξαιρουμένου.

Ξάφνου, η θέα από τα παράθυρα έγινε από ενδιαφέρουσα (σαν την κατάσταση της κυρίας) έως συναρπαστική. Κανενός το βλέμμα δεν την ακουμπούσε και η ίδια, αν και με κλιματισμό στον χώρο, έδειχνε να ασφυκτιά.

Και το μεγάλο όχημα σταματά. Όχι στη στάση. Απλά σταματά.

 Ανήσυχοι όλοι στρέφονται προς τον οδηγό:

«Τι συμβαίνει φίλε; »ρωτά ένας συνεπιβάτης.

«Είπες ‘’φίλε’’ κύριος; Αν στην ζωή μου είχα φίλους σαν κι εσάς, τη σημερινή μου πελατεία, θα ήμουν ένας πολύ δυστυχής άνθρωπος. Μα καλά ΔΕΝ ντρέπεστε; Βλέπετε μια κυρία σε ενδιαφέρουσα και δεν προσφέρεται κανείς σας να διακόψει την απόλαυση του τοπίου;»

Τα έλεγε αυτά και τα μάτια του καρφωμένα σε έναν έφηβο που σφύριζε αδιάφορα.

«Σε εσένα μιλώ νεαρέ, μα καλά, επαναλαμβάνω, δεν ντρέπεσαι;»

Τσιμουδιά το παλικάρι.

«Ρε τσόγλανε δεν μ’ ακούς; Σήκω ρε να καθίσει η μαντάμ».

Μα ο μικρός, ναι μεν δεν σηκώνεται, στρέφεται όμως προς το επιβατικό κοινό και λέει:

«Τον ακούσατε κυρίες μου και κύριοι. Με έβρισε χωρίς να έχω κάνει κάτι  επιλήψιμο. Τα υπόλοιπα στο Αστυνομικό Τμήμα όπου θα τον μηνύσω και είστε όλοι μάρτυρές μου».

Μια παρέα νέων που είχε καταλάβει  το τελευταίο μεγάλο κάθισμα του λεωφορείου, χειροκρότησε γελώντας.  «Πες τα του παππού αγόρι μου. Γουστάρω φάση…»

«Βρε βγάλε το σκασμό κι εσύ, το καλό που σου θέλω».

«Τον ακούσατε παιδιά, έβρισε κι εμένα. Έχεις τίποτα με τα νιάτα μπάρμπα; Όχι για να ξέρουμε δηλαδής».

«Τα νιάτα τα λατρεύω ρε, τα γαϊδούρια σαν εσάς είναι που σιχαίνομαι και συγγνώμη ζητώ από τα άκακα ονάρια».

«Ώπα, ώπα, να και το αρχαίο του ο μεσήλιξ. Άκου ονάρια. Έχουν σχέση με τα δολάρια; Ή είναι κι αυτό βρισιά;»

«Άφησέ τον ρε συ να ξεράσει κι άλλα, κι άααλλα».

Εντωμεταξύ, το λεωφορείο να έχει χωριστεί  σε τρεις εμπόλεμες ζώνες με την έγκυο κυρία, φυσικά όρθια ακόμα.

Ήταν αυτοί που συμφωνούσαν μεν με τον οδηγό, χωρίς δε να του προσφέρουν μία διευκόλυνση δικιά τους…

Ήταν οι αντιφρονούντες νεαροί …

ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΓΕΡΑ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ, ΠΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑΝ ΝΑ ΘΑΥΜΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΡΦΩΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ, ως εάν να μην αποτελούσαν ελόγου τους μέρος του όλου σκηνικού.

ΗΤΑΝ ΒΕΒΑΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΠΕΛΑ.

Αυτή, κατακόκκινη και αξιολύπητη, διέκοψε το οδηγό υποδεικνύοντάς του ευγενικά, αν γινόταν, να της επιτρέψει να κατέβει αν και δεν υπήρχε στάση στο σημείο που βρίσκονταν, γιατί θα αργούσε στο ραντεβού της με τον γυναικολόγο της που τα ιατρείο του ήταν κάπου κοντά. Προφανώς δεν ήθελε να εξακολουθήσει να είναι η ηρωίδα ενός επεισοδίου στην κατάστασή της και το ‘χε καλύτερο να πάει με τα πόδια.

Στην επόμενη στάση κατεβαίνει ένας επιβάτης. Να ήταν γιατί ντράπηκε σαν άνθρωπος που όμως δεν έδειξε συμπεριφορά ανθρώπινη, ή γιατί αυτός ήταν ο προορισμός του; Μα αν έτσι ήταν, τότε η μομφή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Γιατί, για τόσο λίγο δεν έδειξε αυτός τουλάχιστον, την ανθρώπινη συμπεριφορά του, αφού όλα θα είχαν σταματήσει χωρίς τα αίματα να ανάψουν για τα καλά.

Άνθρωποι ζώα – και συγγνώμη από τα άλογα ζωντανά.

Και την ίδια στιγμή, ανεβαίνει μια δεύτερη κυρία σε… ενδιαφέρουσα… ΜΑ τι πάθατε σήμερα οι εγκυμονούσες; Πού πάτε κυράδες μου με τέτοιον καιρό, σας μάχεται ο καύσωνας δεν τον φοβάστε; [για να παραφράσουμε το ωραίο ποίημα του Ζ. Παπαντωνίου]. Την κοίταξαν οι πάντες με άφατο ενδιαφέρον και προφανή διάθεση να της προσφέρουν τη θέση του για τον απλούστατο λόγο  ότι δεν ήταν ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ, μιας και κενή θέση υπήρχε. Και όντως η σε ενδιαφέρουσα κάθισε χωρίς να χρειαστεί  να ευχαριστήσει  κάποιον ιδιαίτερα. Οπότε και το ενδιαφέρον του επιβατικού κοινού για το συναρπαστικό τοπίο που έτρεχε ιλιγγιωδώς ανάποδα έξω από τα παράθυρα μειώθηκε δραματικά.

Κάποιος άνοιξε ένα κασετόφωνο μα του επέβαλαν να το κλείσει δείχνοντας με το βλέμμα ότι ίσως η κυρία να μην ήθελε μουσική…

Ω άνθρωποι ψεύτες και υποκριτές….

Και στην προτελευταία στάση, ανεβαίνει ένα παιδαρέλι που κάποιο πρόβλημα θα είχε με το πόδι του γιατί κρατούσε μία πατερίτσα.

Πώς είπατε;

Ναι. ΔΕΝ ΚΟΥΝΗΘΗΚΕ ΚΑΝΕΙΣ.

Ο δρόμος και το τοπίο, απέκτησαν ξανά το απολεσθέν ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος επιβατικού κοινού. Και τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό. Η σε κατάσταση  ενδιαφέρουσα κυρία, προέβη σε μία άκρως ενδιαφέρουσα χειρονομία, που όσοι από εμάς διαθέταμε έστω και ένα μικρογραμμάριο τσίπας κοκκινίσαμε. Σηκώθηκε και είπε στο τραυματισμένο παιδί:

«Έλα μικρέ μου να καθίσεις. Εγώ δεν έχω πρόβλημα και ούτε πονάω πουθενά».

«Μα τι λέτε κυρία;»

«Αυτό που σου λέω. Σε παρακαλώ κάθισε, θα μου κάνεις χάρη. Αλήθεια σου λέω . Αν δεν το κάνεις θα με αναγκάσεις να κατέβω και να πάω με τα πόδια στη δουλειά μου αυτά τα δυο-τρία χιλιόμετρα που απομένουν μέχρι το τέρμα. Δεν θέλεις να το κάνω, δεν είν’ έτσι;»

Και λέγοντας τα λόγια αυτά τα τρυφερά, η μέλλουσα μανούλα, ΠΑΡΑΧΩΡΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ της ΣΤΟΝ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ.

ΜΕ μιας, σαν από συνεννόηση, διαμαρτυρηθήκαμε όλοι  προσφέροντας τις δικές μας θέσεις, στην κυρία εγκυμονούσα, αν και πια δεν υπήρχε ανάγκη γιατί απείχαμε καμιά εκατοστή  μέτρα από το τέλος!!!

Κατεβήκαμε περιχαρείς και πήραμε το δρόμο μας στο καμίνι της Αθήνας με την αίσθηση ότι πράξαμε το καθήκον μας σαν άνθρωποι και όχι σαν ζώα.

 Και πάλι συγγνώμη από όλα τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου για την σύγκριση μαζί τους που αναιδώς αποτολμήσαμε.

Τι είπατε;

Ακριβώς αυτό…

Φτου μας ωρέ Φαρισαίοι υποκριτές…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη