«Το άβατο», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου τον βλέπω να παίζει στον κήπο μας αλλά όχι σε όλο το πλάτος και το μήκος αυτού, παρά σε ένα συγκεκριμένο απόμερο σημείο, που το είχα υπό την πλήρη ιδιοκτησία μου. Δεν επιτρεπόταν σε ΚΑΝΕΝΑΝ, ΜΑ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ όμως, να πατήσει το πόδι του στον δικό μου Άθω, που δεν ήταν απαγορευμένος μόνο για τα θηλυκά, μα και για τα αρσενικά όντα, ανθρώπους ή ζώα, όπως την γάτα μου την Φρουφρού και τον σκυλάκο μου τον Μάρκο. Οι μόνες ζώσες υπάρξεις ήταν τα πουλιά και τα ζουζούνια που με ενοχλούσαν μεν, αλλά που δεν μπορούσα να τα αποφύγω. Παραξενιά παιδική, που όμως κανέναν δεν έβλαπτε, αν και ενοχλούσε, αυτή μου η εμμονή.

Σε γενικές γραμμές ήμουν ένα κατά πώς έλεγαν καλό παιδάκι, μα σαν επρόκειτο για το θέμα του Άβατου, έτσι και μου το καταπατούσαν, γινόμουν ένα κακομαθημένο στριμμένο και αντιπαθέστατο  κωλόπαιδο, που δεν μπορούσε και να δώσει επαρκείς εξηγήσεις γι’ αυτό μου το μένος. Το θεωρούσα ίσως σαν παραβίαση της προσωπικής μου ζωής περισσότερο, παρά σαν θέμα κατοχής, θέμα ιδιοκτησίας, γιατί τα πράγματά μου όλα, μου άρεσε να τα μοιράζομαι με τους φίλους μου, τα περισσότερα των οποίων τους τα χάριζα, και όχι γιατί τα είχα απλά βαρεθεί αλλά λάτρευα να βλέπω την χαρά τους όταν η αγαπημένη μου κούκλα π.χ. γινόταν δική τους.

Ο καιρός περνούσε, εγώ βέβαια μεγάλωνα, πολλά άλλαξαν πάνω μου και στη συμπεριφορά μου, μα στο θέμα του Χώρου μου τίποτα δεν άλλαζε με καμιά κυβέρνηση, ούτε με Χούντα. Επόμενο ήταν ο χώρος μου να… μη με χωρά, αλλά δεν θέλησα να τον μεγαλώσω για να μην καταστραφεί η περίφραξη που είχα μόνη μου κάνει, με περικοκλάδες αγιόκλημα και γιασεμί, που τηρουμένων των αναλογιών και των περιστάσεων, μπορούσες επιεικώς να τον αποκαλέσεις ακόμη και κιόσκι.

Και ενώ κανένα περίεργο γεγονός δεν θυμάμαι ποτέ να έχει διαταράξει το ιδιότυπο τούτο καθεστώς, μια αλησμόνητη ημέρα συνέβη το εξής παράδοξο, που αναστάτωσε τελικά όλη μου τη ζωή και την έφερε τούμπα.

Στη μέση ακριβώς του χωμάτινου καλά σκουπισμένου πατώματος, μία πανέμορφη γαρδένια και πάνω της μία μικρούλα τσόχινη κατακόκκινη καρδιά με ένα βέλος να την έχει διαπεράσει πέρα ως πέρα, να αιμορραγεί, χωρίς να φαίνεται καθόλου αιμάτινος λεκές πάνω στα πάλλευκα πέταλα της γαρδένιας.

Τα έχασα.

Ακόμη δεν είχα αγόρι. Στην εποχή μου το να έχει δεσμό ένα κορίτσι, εκεί πάνω κάτω στα δεκατέσσερά του χρόνια, ήταν θέμα απαγορευτικών κανόνων περί ηθικής.

Πήρα το λουλούδι μαγεμένη και το έμπλεξα στα μαλλιά μου, την δε καρδούλα την έκρυψα με τα ακριβά μου, στο βάθος του συρταριού στο γραφείο μου. Ωστόσο κάθε λίγο και λιγάκι άνοιγα συρτάρι και κουτί και χάιδευα με το βλέμμα εκείνη την πληγωμένη καρδούλα. Να ήμουν ΕΓΩ άραγε εκείνη που την είχα πληγώσει τόσο βαριά; Μα εγώ δεν είχα πειράξει μυρμήγκι, όχι άνθρωπο. «Ναι, μπορεί όχι όλον τον άνθρωπο, αλλά την καρδιά του; Εκεί δηλαδή που κρύβεται η Αγάπη; Μήπως αυτό υπονοούσε ο καταπατητής του χώρου μου που παραδόξως δεν με είχε και τόσο ενοχλήσει η παραβίαση τού Άβατου μου; Άλλο και τούτο πάλι. Τι εξήγηση να δώσω σ’ αυτό;» αναρωτήθηκα κατάπληκτη.

Την επομένη, καθώς ήταν Σάββατο και τα Σχολεία κλειστά, πήρα το βιβλίο μου των Νέων Ελληνικών και το σκαμνάκι μου και κάθισα όλο το πρωινό στον χώρο μου, σαν πρόκληση ένα πράγμα, υπονοώντας: ‘’για να δούμε τι θα κάνεις άγνωστε θαυμαστή, με εμένα παρούσα στο κιόσκι μου’’, (γιατί με μια μου σίγουρη προαίσθηση περίμενα ότι η καρδούλα θα είχε και συνέχεια), ‘’όχι αν σου βαστάει κόπιασε να σε δούμε από κοντά…’’

«Μυρτώωωω, έλα, τηλέφωνο. Νομίζω είναι η Κικίτσα κάτι θέλει να σου πει’’, φωνάζει η μαμά μου.

«Μισό, πες της έρχομαι».

Αφήνω το βιβλίο, που ούτε είχα ανοίξει, πάνω στο σκαμνί και τρέχω να δω τι με ήθελε η κολλητή μου. Το σπίτι της, ένα τετράγωνο μακριά από το δικό μου και περίεργο που δεν ήρθε να μου πει από κοντά τι ήθελε.

«Έλα Κική… Κικήηηηη… εμπρός…»

Κανείς.

«Είσαι σίγουρη καλέ μαμά ότι ήταν η Κική;» ρωτάω τη μάνα μου. «Στο τηλέφωνο δεν είναι κανείς».

«Εμένα έτσι μου φάνηκε. Θα κόπηκε η γραμμή. Περίμενε λίγο και αν δεν σε πάρει, πάρε εσύ και ρώτησέ την».

Μα περίμενα και περίμενα και το τηλέφωνο σιωπηλό. Σηκώνω το ακουστικό μη και δεν λειτουργούσε, μα ο γνωστός ήχος με βεβαίωσε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα. Την καλώ λοιπόν εγώ.

«Έλα ρε, τι συμβαίνει;»

«Σαν τι περίμενες να συμβαίνει δηλαδή; Γιατί ρωτάς;»

«Α, χαμένο το ‘χεις; Με ζήτησες στο τηλέφωνο, τι ήθελες;»

«Πότε σε πήρα ρε; Είσαι με τα καλά σου; Έρχομαι από ‘κει…», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

‘’Για κοίταξε κάτι περίεργα που συμβαίνουν τώρα τελευταία στη ζωή μου’’, μουρμούρισα σκεπτική και γύρισα στο βασίλειό μου. Και βέβαια πάνω στον θρόνο μου -ιδέ σκαμνί- αντίκρισα την 2η καρδούλα μιας σειράς, που έμελλε να είναι μεγάλη.

Δεν είπα τίποτα σε κανέναν, ούτε στην κολλητή  μου, και αυτό με προβλημάτισε, γιατί, τι σόι κολλητή ήμουν εγώ που της έκρυβα τέτοια συγκλονιστικά μυστικά; Αν μου έκανε εκείνη το ίδιο πως θα ένιωθα εγώ άραγε;’’ ξανά μανά σκέφτηκα. Αν μάθαινε ότι έχω κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα, που λέει και η Μπέλλου, δεν θα κλονιζόταν εκ θεμελίων η φιλία μας; Και τότε, δεν θα ήξερα για ποιο πράγμα να λυπηθώ περισσότερο. Για το γκρέμισμα της φιλίας μου με την Κική ή που δεν θα ήθελα να ψάξω για καινούργια φίλη και θα ζούσα μόνη μου από δω και μετά…

Βρε βάσανα που τα ‘χει ο κόσμος!!!

Ναι θα ήταν κρίμα αν την έχανα, γιατί την αγαπούσα σαν αδερφή, μιας και ήμουν μοναχοπαίδι και το έλλειμμα της αδερφής απωθημένο μου. Όνειρό μας να γεράσουμε μαζί. Μα το τι μας έγραφε η Μοίρα, πώς να το ξέρω;

Για να μην πολυλογώ, το θέμα με τις καρδούλες συνεχίστηκε για μέρες, μα ο δωρητής φάντασμα, άγνωστος και άφαντος.

Είχε εξάψει τη φαντασία μου στο έπακρον και αυτός ήταν ο σκοπός του,   που τον είχε καταφέρει αναμφίβολα και το παραδεχόμουν.

Πότε τον έβλεπα στα όνειρά μου σαν τον πρίγκιπα που για μένα ήταν ικανός να αφήσει το πριγκιπάτο του, αν επέμενε το πρωτόκολλο να έχει δεσμό μόνο με γαλαζοαίματη. Πότε ήταν ο Ιππότης μου, που για λόγους άγνωστους σε εμένα, δεν του επιτρεπόταν να σβήσει την ανωνυμία του, ενώ πέθαινε από επιθυμία να μου εξομολογηθεί τον έρωτά του ζωντανά. Μα ποτέ δεν πήγε ο νους μου, σε ένα κάποιο αγόρι είτε εκ των συμμαθητών μου, είτε εκ των αδερφών κάποιας φίλης κολλητής ή και ακόλλητής μου!

Βρε παραφύλαξα. Βρε παραμόνευσα, πίσω από κλειστά πατζούρια του σπιτιού μου μπας και τον κάνω τσακωτό κάποια στιγμή που το έξυπνο πουλί πιανόταν από τη μύτη, κατά την παροιμία, ΤΙΠΟΤΑ. Όλες μου ο απόπειρες απέβησαν άκαρπες. Και ήμουν δυστυχώς ερωτευμένη, πολύ ερωτευμένη, με ένα σύννεφο, ένα γήινο φάντασμα, ένα άγνωστο, ένα λατρεμένο πλάσμα, με σάρκα και οστά σαν εμένα σίγουρα. Εκείνες οι καρδούλες είχαν γίνει πια απαραίτητες στη ζωή μου, σαν το φαγητό και το νερό σαν τον ύπνο και τα όνειρά μου. Και το λέω αυτό, γιατί και αυτό μου πέρασε από το μυαλό, μη δηλαδή ήταν μια παραίσθηση οι καρδούλες, μέρος ενός ονείρου που το νόμιζα αληθινό.

Και τότε έκανα κάτι παρανοϊκό. Εκεί που εύρισκα την καρδούλα, έβαζα και εγώ μια άλλη δική μου, που το βέλος της διαπερνούσε ένα ‘’ερωτηματικό’’!!!

Δεν με ένοιαζε πλέον η ταυτότητά του. Μου έδινε αγάπη και του την ανταπέδιδα για πρώτη φορά στη μικρή ζωή μου. Ένωσα μετά από αυτό, πολύ ευτυχισμένη και μία πληρότητα πρωτόγνωρη.

Μια μέρα η Κικίτσα μου είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου:

«Βρε κορίτσι μου, πώς έχεις αλλάξει έτσι; Συνεχώς αφηρημένη, σκεπτική,  αλλοπαρμένη, μα και ευτυχισμένη…. Αν δεν ήμουνα η κολλητή σου, που ξέρει τα πάντα για σένα, θα έλεγα ότι είσαι ερωτευμένη  γιατί έχεις όλα τα συμπτώματα της βαριάς τούτης ασθένειας, κατά πώς λέει η γιαγιά μου».

Ντράπηκα είναι η αλήθεια, ντράπηκα πάρα πολύ. Τι σόι φίλη ήμουνα εγώ που απέκρυβα το υπέροχο μυστικό μου από τον μόνο άνθρωπο που δικαιούταν να το γνωρίζει; Γίνεται λοιπόν ο άνθρωπος τόσο εγωιστής και μυστικοπαθής όταν ερωτεύεται;

Και τότε της είπα:

«Έλα να καθίσουμε στο άβατό μου, έχω κάτι πολύ σοβαρό να σου εξομολογηθώ». (Σημείωση: ήταν η πρώτη φορά που επέτρεπα ακόμη και στην Κική να μπει στο άβατο).

Έκπληκτη εκείνη, μα χωρίς να μιλά, κάθισε δίπλα μου πάνω στο χώμα και τότε της τα είπα ΟΛΑ, ΜΑ ΟΛΑ, με ένα ύφος μυστηριώδες που δεν ήταν τ’ ορκίζομαι, καθόλου προσποιητό.

Η Κική στο άκουσμα των ανήκουστων, πετάχτηκε ορθή και το κόκκινο χρώμα στο πιτσιλωτό με κάτι λατρεμένες καφέ φακίδες, πρόσωπό της, σαν να έγινε ακόμη πιο κόκκινο. Λέει δε σε εμένα, μα περισσότερο στον ίδιο της τον εαυτό:

«Ώστε αυτό ήταν αγαπητέ μας Σέργιε; Για το κορίτσι μας ήταν οι καρδούλες σου, που γέμιζες το δωμάτιό σου; Αχ και να ήξερες πόσο πολύ χαίρομαι»…

Εγώ τα είχα χάσει.

«Τι μονολογείς ρε φιλενάδα; Γιατί επικαλείσαι τον αδερφό σου; Τι δουλειά έχει ο Σέργιος με αυτά που σοy λέω εγώ;»

«Αλήθεια Μυρτώ. Για πες μου. Πώς τον βλέπεις τον αδερφό μου, σαν αγόρι εννοώ; Σοy αρέσει;»

«Έλα Θεέ μου. Τι σε έπιασε και με ρωτάς κάτι τέτοιο; Μοy προξενεύεις τον  αδερφό σου rε συ; Δεν σου είπα ότι η θέση είναι κατειλημμένη; Δεν σου είπα μόλις τώρα ότι είμαι ερωτευμένηηηηηη; Στον βρόντο μίλαγα;»

«Μωρέ μου είπες. Όμως εκείνο που ΔΕΝ μου είπες είναι με ποιον είσαι ερωτευμένη. Θέλω να πω, ΠΩΣ τον λένε τον ευτυχή θνητό ρε συ;»

«Χμ…»
«Αμ κατακαημένη μου, να που σε ρούμπωσα. Γιατί ΕΣΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ, ενώ εγώ ξέεεεερω!!! Για πες μου λοιπόν, ποιο είναι το όνειρο που είχες πάντα; Να έχω στην καρδιά σου την θέση που θα είχε μια σου αδερφή. Ναι; Ε, λοιπόν, αυτό σου το όνειρο – ευχή, έπιασε, γιατί οι δυο μας θα γίνουμε αδερφές και με τον Νόμο, αν οι δυο σας σοβαρευτείτε, όπως ελπίζω να κάνετε.

Άκου με Μυρτώ μου. Κράτησε την ψυχραιμία σου. Ο πρίγκιπάς σου, δεν είναι και τόσο πρίγκιπας. Ένα απλό όμορφο αγόρι είναι, που τον λένε Σέργιο και είναι αδερφός μου!!!»

Τώρα, βρίσκομαι στη Δύση της ζωής μου. Ο Σέργιός μου πάει καιρός που ‘’έφυγε.’’

Παιδιά δεν κάναμε. Αλλά πάντοτε ένοιωθα παιδιά μου, τα παιδιά τής Κικίτσας μου, που μια καλή Μοίρα από φίλη μου την έκανε αδερφή.

Τώρα είναι και τα τέσσερα παντρεμένα, μένουν στα δικά τους σπίτια και εγώ με την Κικίτσα, μεγαλώνουμε μαζί, -δε λέω ‘’γερνάμε’’, δεν μου αρέσει το ρήμα αυτό-όπως το είχαμε ονειρευτεί.

Η Μοίρα στάθηκε τελικά καλή μαζί μας, την ΕΥΓΝΩΜΟΝΩ.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη