«Τα ξωτικά στο ρέμα Ή Το συναξάρι ενός αλαφροΐσκιωτου», ένα διήγημα του Ρογήρου Δέξτερ

[Περίσταση που βίωσε ο πατέρας τού παππού μου στις αρχές τού περασμένου αιώνα]

-Περνάς, μωρέ γιέ μου, τα Δυο Πηγάδια με το σκουριασμένο μάγγανο και πέρα, στο καμαρωτό το γιοφυράκι, στα ριζά τού λόφου [κάτω από τη δεντρωμένη ράχη με τις βαλανιδιές και “το πεύκο τού Ματαρώνα”] στέκει έν’ αλώνι πέτρινο, άμε γύρευε πόσους χρόνους σιμά στο ρέμα [όπου σα μαγεμένα κελαρύζουν τα λόγια τού νερού]. Εκειδά τα μεσημέρια ή στα μισά τής νύχτας μη ζυγώσεις• το ‘χουν χορευταριό οι νεράιδες και ξεφαντώνουν λυγερές με τις μαντήλες τους και παιγνιδιάτορες σουρό χτυπούν χορδές, λυράρηδες πού ‘χουν γερές κοντυλιές στη λύρα τους ή φυσούν εμπνεύσεις στης ερημιάς τα σουραύλια. Ακούς πατήματα χορού, γέλια, γλυκά τραγούδια, σε γλώσσα αμίλητη και άγνωρη, ίσως σε ολάκερη την πλάση.

Άλλοτε, κάποιοι που διαβαίνουν, λαθεύουν και σιμώνουν [αποκοτιά, βιάση, ποιός το ξέρει, παιδί μου;] τάχα ν’ αφουγκραστούν το λάλημά τους και τότες μια δυνατή πνοή τούς ξανεμίζει και τούς ξουργιάζει ψηλά, ίσαμε τρία καλάμια στον αγέρα, για να χαθούν στο ύστερο μέσα σε χάχανα και γελαστές φωνές, πίσω στο σκοτεινό φαράγγι [στη βρύση τού Χαιρειμωνά].

Έτσι την έπαθε και ο Γιαννάκης τής Μαχώς, που όλο πάγαινε κουτσώντας κουτσώντας και ήξερε μόνο να δασκαλεύει τον κοσμάκη και να καμώνεται ότι δε σκιάζεται ποτέ, καθώς, όπως έλεγε, τα σκιάζουρα και τα θεριά, αν υπάρχουν, τα κουβαλά ο καθείς μες στην καρδιά του… Από τότες δεν τον ματαείδα τον θλιμμένο• κρίμα τι έχω τη σκέπη μου ακόμη πειραγμένη κι ελόγου του ήταν καλός ματασυρτής, μαΐστορας παλαιός…

Και που λες, λίγο, λιγάκι ήθελα κι εγώ να την πάθω, να με χαλάσουν, να με ζαβώσουν αυτά τα θηλυκά στοιχειά, μια νυχτιά που με γέλασε ο χρόνος και ξύπνησα ανωρίτερα ν’ αλέσω.

Κίνησα το λοιπό για το μύλο μ’ ένα φανάρι μισοσβηστό, κρεμασμένο στο σαμάρι τού κύρ-Μέντιου, που γκάριζε και τσινούσε οληνώρα στο δρόμο, σάμπως να τον είχανε ζέψει και καβαλήσει ο οξαποδώ και ούλοι οι απέξω! Μόλις έφτακα στην κακοτοπιά – δεν έχει γλέπεις δεύτερο πέραμα, παρεκτός από αυτό το λημέρι, όπου χορεύουν τα νεραϊδικά, το αναθεματισμένο το ζο κοκάλωσε!

-Ντε βρε σκάνταλε! Ντε βρε λύκε ξυδάτε! Προυουου, αχρόνιαστε, λοχεμένε, κακορράχεις, ποίξε-δείξε, να του κράζω εγώ, όπως το συνηθούν οι μανάδες, όταν θυμώνουν κι αναψοκοκκινίζουν για τις σκανταλιές που κάνουν οι κλήρες τους… Τίποτις! Σπιθαμή δεν κούναγε το ζωντόβολο. Μόνε τ’ αφτιά του! Και όλο μάτιαζε τ’ αλώνι τρέμοντας. Τότες μ’ ένιωσαν, καθώς φαίνεται, τα ξουθικά κι έκοψαν τις γυροβολιές και τα τσακίσματα τού τραγουδιού [Τι μέλι που είχε η λαλιά τους! Μου κάζεται πως τέτοιες φωνές θα άκουγαν οι παλιοί που τις ονομάτισαν Σειρήνες]• και ώσπου να πεις σπαράγγι, Θε και Κύριε, έφτακαν και μ’ έκαμαν κύκλο! Στριφογυρνούσαν σαν αγέρας, γύρω γύρω, γύρω γύρω και μετά ξάφνου κοντοστάθηκαν, μπλέκοντας ούλες μαζί τα χέρια τους αντάμα. Μ’ έπιακε λιγοθυμιά, λάγγεψε η καρδιά μου! Τις έγλεπα με την άκρη τού ματιού, γιατί το φεγγάρι ήταν στο γιόμα του…

Μια που είχε τα μαλλιά δεμένα σε πλεξούδες με άνθια πολλά, τα μάτια της άστραφταν, ζύγωσε πιο κοντά και με ρώτησε πονηρά:

-Πώς σε λένε, μπάρμπα;

Αμέσως άλλη, πιο ψηλή και λυγερή σαν κυπαρίσσι, πετάχτηκε γλυκομίλητη και ανήσυχη τάχατες:

-Και πού παγαίνεις τέτοιαν ώρα, καημένε μου; Χωρίς φέξω…!

Άλλη, λαμπένια και στραφτένια:

-Δεν έχεις γυναίκα;

Και άλλη:

-Έχεις παιδιά;

Και η παράλλη, χασκογελώντας:

-Μην έχεις κορίτσια που σου ρίξανε αντίς για παιδιά;;;

Κάθε μια τους στη σειρά μού ‘καμε κι από μια ερώτηση, να λησμονήσω και ν’ αποκριθώ, ώσπου η στερνή, η πιο μεγάλη ανάμεσό τους, που βάσταγε ένα μακρύ ραβδί, μακρινάρι σαν αγκυλίτσα [ούλες πεντάμορφες, ροδοκόκκινες, ξανθές και λευκοφορεμένες] έβαλε τη γλώσσα της ν’ αλέθει:

-Τι δε λαλείς τόσην ώρα, άνθρωπέ μου;;; Μάς σκιάζεσαι; Μπας κι έχασες το στρατί για το καλύβι σου; Σε καρτερεί η φαμελιά σου; Σαν ξωμερίτης ντύνεσαι, αλλά θάλασσα δε μυρίζεις…Τι φόρτωμα έχεις εδωδά; Δικό σου είναι το φορτίκι; Ηιιιι αρές!!! Ξέχειλα τά ‘χει τα σακιά του! Δεν το πονάς το ζωντανό το έρμο; Θενά σκάσει…

Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου και δεν έβγαλα κιχ. Έκαμα τρεις βολές το σταυρό μου κι έχωσα το χέρι στο δισάκι, ν’ αδράξω μια φούχτ’ αλάτι, ανάκατο με τριμμένο σκόρδο, να το σκορπίσω πάνω στα πειρασμικά, όπως με είχαν ορμηνέψει κάτι γριές μανδραγούρες. Αλλά δεν πρόκαμα, γιατί έκαμαν φου και χάθηκαν χαχανίζοντας. Μετά από λίγο λαλήσαν τα κοκόρια τα μαύρα, όμως εγώ ακόμη άκουγα φτερουγίσματα στ’ αφτιά μου, γέλια και τραγούδια…

Αυτά, μωρέ γιέ μου, δεν είναι για τον κλήδονα• άστους να λένε, να τσαμπουνάνε οι ξύπνιοι στις μεγάλες πολιτείες πως είναι ονειροφαντασιές και παραμύθια… Να ‘χεις την ευχή μου και άλλη φουρά θα σου πω για τη νεράιδα που στεφανώθηκε ο Μιχαλάκης ο μυλωνάς, ο γιος τής κυρα-Ασημίτσας τής πανωμερίτισσας, εκείνη την ξωθιά που λες, που του έκανε όλο ψηλά και ξανθιά παιδιά και δεν είχε γεραμό, ώσπου χάθηκε μια μέρα και τον άφηκε σύξυλο…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη