“Ρία”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αν μια μέρα έσπαγαν όλοι οι καθρέφτες σε μικρά, χιλιάδες, απειροελάχιστα κομμάτια, ποιο απ’ αυτά θα αντιφέγγιζε την ψυχή μας;

Θηλαστικό  της οικογένειας των Βραδυδοποδιδών. Μικρό, στρογγυλωπό κεφάλι με ρύγχος και τρίχωμα. Περνά  τον περισσότερο χρόνο του γαντζωμένο  στα κλαδιά των τροπικών δέντρων. Τρέφεται αποκλειστικά με φύλλα. Θεωρείται σύμβολο της οκνηρίας γιατί βαδίζει πολύ αργά.

Καμία σχέση με το οκνηρό βάδισμα. Αντίθετα, συνήθως από τη γρηγοράδα, «έβρισκε», σχεδόν πάντα, σε πόρτες, πετούγιες, σκαμπό, καρέκλες κ.τ.λ.. Τη  βραδύτητα την  παρουσίαζε στην κατανόηση των πραγμάτων. Μια κίνηση, μια λέξη, μια στιγμή, ήταν αρκετές για να τις φτιάξει ζωή. Χωρίς πολλή σκέψη. Να τις ανεβάσει μπαλκόνι . Πρώτο σκαλί. Για να εξηγήσω: τις σιωπές, τις ονομάτιζε βαθιά σκέψη και εσωτερική συγκρότηση. Ικανότητα του ατόμου να ακούει προσεκτικά και να μην βιάζεται να κρίνει. Την απουσία αντιδράσεων και «θέσης», τις θεωρούσε απόδειξη Ταντάλιας υπομονής. Για την απουσία  της απλής τρυφεράδας που μοιραζόμαστε ανάμεσα και σε δικούς, μόνο, αδυνατούσε να βρει μια βαθύτερη σχέση  με το ιδανικό. Ο χρόνος, όμως, θα έβρισκε τη δική του.

Η Ρία, εξ ονόματος, ανήκε στην ίδια ομοταξία με άλλα κατά τον ίδιο τρόπο κουτσουρεμένα ονόματα. Βλέπε Σία, Μπία, Λία, Μία, Κούλα, Ρούλα, Τούλα, Σούλα, Τίτσα, Ρίτσα, Κίτσα και λοιπά. Ήταν εύηχο. Γρήγορο. Και εύκολο. Δεν ξεχνούσε κανείς το μπινελίκι που ήθελε να ρίξει μέχρι να αρθρώσει το όνομα. Όλα γίνονταν σωστά και νοικοκυρεμένα. Στην ώρα τους.

Ποια είναι η ώρα να γίνονται τα πράγματα;

Πρωτότοκη στην οικογένεια, είχε πάρει το όνομα της μάνας του γαμπρού. Κι επειδή στην μάνα της δεν καλοάρεσε ούτε το όνομα, ούτε η πεθερά, το Ελευθερία θάφτηκε μέσα στη λήθη. Τις φορές που αναφερόταν ήταν στα διαγωνίσματα του σχολείου, στα αποδεικτικά, στους ελέγχους, στην ταυτότητα και στις ληξιαρχικές πράξεις. Α! και στην εκκλησία όταν παντρευόταν τον Άκη. Της ίδιας ομοταξίας. Τάκης, Μάκης, Σάκης, Λάκης.

Δεν είχε η Ρία κάτι ευφάνταστο να θαυμάσει κανείς. Απλή κοπέλα ήταν. Μαλλιά στο μήκος των ώμων, μέτριο ανάστημα, μάτια μεγάλα, κρυμμένα πίσω από μυωπικά γυαλιά. ‘Ήσυχη. Δουλευταρού. Δηλαδή κορίτσι για σπίτι. Αυτά εκτίμησε, βαθιά, ο Άκης, Μάκης, Τάκης, Σάκης. Δεν στήνονται σπίτια με γυναίκες σούργελα, τσούρδες, μεγαλοπιασμένες και κουλτουριάρες. Που έχουν τα μυαλά πάνω από το κεφάλι τους και γυρεύουν συνεχώς. Οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτακτικές. Να ξέρουν να κατεβάζουν το κεφάλι και να καταπίνουν το σάλιο. Να σκέπτονται τρεις, δεκατρείς, είκοσι-τρείς  φορές πριν μιλήσουν. Τόσες φορές, που από τη πολλή σκέψη, να ξεχνάνε τι ήθελαν να πουν.

Οι γυναίκες, πρέπει να υπομονεύουν. Να δικαιολογούν. Να ονειρεύονται από μόνες τους και χωρίς ερέθισμα.  Να είναι νοικοκυρές. Καλές μάνες. Πιστές. Και κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: Να μην σκέπτονται. Γιατί όταν σκέφτεσαι, κάτι από δω, κάτι από κει, κάτι θα αναρωτηθείς. Κάτι θα εκτιμήσεις στον εαυτό σου… Κάποιο παζλ θα ψάξεις που παράπεσε!

Δυστυχώς για τη Ρία κι ευτυχώς, πολύ ευτυχώς όμως για τον Άκη, η Ρία ήταν ακριβώς ότι  πίστευε και ήθελε ο Άκης . Ακριβώς. Σε όλα εκτός απ’ το κομμάτι της σκέψης. Όσο καιρό το κανάκευε το όλον η Ρία, πότιζε τις σκέψεις ζαχαρόνερο και τις ψευδαισθήσεις μέλι, βρίσκονταν πολλές δικαιολογίες για τη βραδύτητα του Άκη. Είχε από την αρχή της σχέσης ενδείξεις η Ρία. Τι σημασία είχαν τα σημάδια; Τι σημασία έχουν ποτέ τα σημάδια αν η ανάγκη ν’ αγαπηθείς είναι μεγάλη; Ήταν κι από φυσικού της η Ρία φτιαγμένη να  βρίσκει δικαιολογίες για κείνα που δεν της ταίριαζαν στο μάτι.  Για τον Άκη της, μη και τολμούσε στόμα να πει κάτι! Λίγο είναι νομίζετε να προσέξει κάποιος μια συνηθισμένη κοπέλα; Και με την ανισότητα στον αριθμό των αρσενικών σε σχέση με τα θηλυκά, ήταν, ήδη, πάρα πολύ!

Αρρωστούλης; Να του φτιάξω κοτοσουπίτσα να γιάνει. Πουκαμισάκι, καλτσούλες, παπουτσάκια, κουστουμάκια έχει ανάγκη; Όχι ότι κι ότι! Επιμέλεια υφάσματος, χρώματος, μάρκας, όλα απ’ τη Ρία. Σένια και νοικοκυρεμένα! Βούλιαζε στην αφράτη ευτυχία της ιδανικής επιλογής του ο μάστερ, χουχούλιαζε στη μυρωδάτη θαλπωρή! Δεν χρειαζόταν να δώσει παραπάνω. Δεν χρειαζόταν να δουλέψει η μηχανή στο φουλ. Ούτε για να διεκδικήσει, ούτε για να συντηρήσει. Αφού όλα ήταν φροντισμένα! Καμία απώλεια δυνάμεων. Όλη η ζωή σε σιέστα!

Ο χρόνος όμως, φέρνει, ανερώτητα, όλους μας, αντίκρυ με την αλήθεια.

Απ’ την πολλή αυτοεκτίμηση, φούσκωσε η κοιλίτσα του Άκη. Καθόταν στον καναπέ, χοντρουλό- χοντρουλό, κοιλίτσα φουσκωτή, σαν αυτή της Ρίας στον όγδοο σε κορίτσι, σταύρωνε τα χεράκια επάνω της, και  περίμενε. Θαρρείς και θα κλωτσούσε μωρό!

Κι όταν μιλούσε! Έβγαιναν οι κουβεντούλες χαρωπές- χαρωπές και στο τέλος τραβούσαν κι ένα γελάκι, που έκανε να προβάλλουν  δύο πεταχτοί γομφίοι. Ύστερα ακολουθούσε όπως ήταν φυσικό, ένα ελαφρύ ρούφηγμα απ’ το περίσσιο σάλιο.

Μέρα τη μέρα, στιγμή στη στιγμή, κουράστηκε η Ρία. Να κάθεται γαντζωμένη απ’ τα χειλάκια του Άκη, να ακούει αερολογίες και να φουσκώνει περηφάνια για τις γνώσεις του. Ήρθε ένα κύμα κι έριξε μονομιάς το μικρό της καστράκι. Φύκια κουρασμένες προσμονές τυλίχτηκαν γύρω του.  Τράβα καλούμπα μια ζωή μονάχη και να συντηρείς και τ’ όνειρο, κάτι θα ξεφουσκώσει. Όχι, δεν ήταν φτιαγμένη για επαναστάσεις. Ποιος επαναστάτης όμως γνωρίζει πως είναι;  Μέσα στο μυαλό της έπαψε να φτιάχνει κάστρα. Είναι που τα κάστρα θέλουν κι ιππότες και ψόφησαν τ’ άλογα!  Άνοιξε τα μάτια της . Κι αυτό που αντίκριζε ήταν όλο δικό της.

Καμιά απώλεια. Αντίθετα, είχε και κέρδος. Έπαψε να «πιάνεται» στις πόρτες! Θαρρείς και μονομιάς εξαφανίστηκαν όλα τα πόμολα. Απέκτησε, ξαφνικά της φαινόταν, τι είχε σπαταλήσει όμως!, μια ήσυχη, σχεδόν ιερή προσέγγιση στα πράγματα. Ανάμεσα στις κινήσεις της στεκόταν πάντα μια παύση. Ανεπαίσθητη. Σαν μια ανάσα. Δεν ήταν το κενό. Κάποιοι θα το ονόμαζαν μια μικρή υπομονή. Μια μικρή βεβαιότητα.

Στο μυαλό της, τριγύριζαν μία προς μία οι αμέτρητες επιλογές της. Από την αρχή που τουλάχιστον μπορούσε να θυμάται. Το πλεχτό της, νήμα και χρώμα διαλεγμένα απ’ την ίδια, σύμφωνα με την ανάγκη της. Κι έκανε πολύ κρύο, κάνει πολύ κρύο μέσα στη μοναξιά. Έτσι, λοιπόν, διάλεξε και χοντρό μαλλί. Έλα που οι βελόνες ήτανε λάθος νούμερο!

Το πλεκτό, όμως, το είχε τελειώσει. Τις περισσότερες φορές, κι αυτό παρατηρείται μόνο στο ανθρώπινο είδος, άλλο ονειρευόμαστε, άλλο νομίζουμε, κι άλλο έχουμε. Τι φταίνε κι αυτοί οι καλόμοιροι Τάκης, Μάκης, Σάκης, Λάκης, Άκης. Ένα αντριλίκι  πολεμάνε να χωρέσουνε στον κόσμο κι αυτοί! Μόνο τους μέλημα μην χάσουν την τρύπα!

Για τις γυναίκες, για τις μάνες γυναίκες, άλλο το νοιάξιμο. Για να φτιάξεις πλεχτό, πρέπει με μάτια ανοιχτά και σε καλό φως, να διαλέξεις το νήμα. Οι αποχρώσεις όσες τα χρώματα του δειλινού, του ήλιου που ακουμπάει τη θάλασσα μέσα στον χρόνο. Ύστερα, πρέπει ν’ αναλογιστείς: Τι να ταιριάξεις με το φόρεμα της ψυχής σου; Όχι με τον αέρα και την αποκοτιά της ανάγκης σου!

Πόσες κρυμμένες καλά αποκοτιές στον κόσμο! Τι προίκα θ’ άφηνε η Ρία, Μπία, Σία, Λία, Ρούλα, Μπούλα, Κούλα, κ.τ.λ  στη ζωή; Ένα φθαρμένο κασκολάκι ν’ ανεμίζει μέσα απ’ τις μεγάλες του τρύπες τα όνειρά της;

Όχι.

Η μεγαλύτερη επανάσταση, θα προσπαθούσε να μάθει το παιδί της,  είναι να συνεχίζεις,  με μάτια ανοικτά!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη