“Πέρα στους πέρα κάμπους…”, ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Κάποτε… στον Παράδεισο” της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

-Η ελιά είναι ευλογία. Σαν πεθάνω ευχή και κατάρα θα σας αφήσω να μαζεύετ’ τ’ς ελίτσες για να ‘χετ’ το λαδάκ’ του Θεού, όπως κάναν’ κι οι προγόνοι σας. Να τα εκτιμάτε μωρέ τα αγαθά τ’ Κυρίου –που λέει κι ο παπάς– αλλιώς θα ζητάω άδεια απ’ τον ίδιο το Θεό και θα ’ρχομ’ με τον παππού σας να τ’ς μαζεύουμε μία-μία… φοβερίζει η γιαγιά απ’ το πρωί ανεβασμένη πάνω στη σκάλα με το χτένι της.

-Καλύτερα… μουρμουρίζω εγώ με βαρεμάρα από το άλλο κλαδί και παλεύω να φτάσω ένα παρακλάδι που μου ‘χει ξεφύγει.

Η Φωτούλα κι η Αγγέλα μαζεύουνε από κάτω, όσες πέφτουνε έξω απ’ τα πανιά που στρώνουμε και καθαρίζουνε τα φύλλα απ’ τις ελιές. Βοηθάει κι η Αγγέλα μας όσο μπορεί. Όταν μεγαλώσω δε θα την παίρνω μαζί μου σε τέτοιες δουλειές. Δεν είναι για κορίτσια.

-Τι καλύτερα βρε χαμένο, δε ντρέπεσ’ να λες τέτοια λόγια; Αν κλείσω τα μάτια μ’ όλα στράφ’ θα πάνε μ’ φαίνετ’. Καλά έλεγε ο σ’γχωρεμένος ο παππούς σ’… Μάζεψ’ μάζεψ’ τώρα, κούνα τα χέρια σ’… που μ’ παριστάν’ς και τον άντρα…

Γαμώτο μου. Όλο με μένα τα βάζει. Άντε να τελειώσουμε και τούτο το δέντρο να καθίσουμε λίγο για κολατσιό. Τα κεφτεδάκια με τρέλαναν με τη μυρωδιά τους.

-Αλήθεια γιαγιά θα σ’ αφήσει ο Θεός να ‘ρθεις με τον παππού για τις ελιές; Και θα βλεπόμαστε; Ρωτάει η Αγγέλα μ’ απορία, που φαίνεται ότι τόση ώρα σκεφτόταν τις φοβέρες της γιαγιάς.

Η Φωτούλα χαμογελάει με τ’ αστραφτερό της χαμόγελο και της κάνει νόημα να συνεχίσει τη δουλειά για να μη της φωνάξει η γιαγιά.

-Αλήθεια, αμ τι; Ψέματα; Αν δεν ενδιαφέρεστ’ εσείς, θα ‘ρχοντ’ οι πεθαμένοι…

-Εγώ τους φοβάμαι τους πεθαμένους, φωνάζει η χαζή που κάθεται και πιστεύει όλα τα παραμύθια της γιαγιάς.

-Τότε να ‘ρχεστ’ με τον προκομμένο τον αδερφό σ’ να το κάνετ’ εσείς… συνεχίζει αυτή κι αλλάζει θέση στη σκάλα.

Ακόμα να τελειώσει αυτή η ελιά!

-Θα ερχόμαστε Δημοσθένη; Με ρωτάει και κάθεται κάτω από το κλωνάρι που ’μαι σκαρφαλωμένος για να της απαντήσω.

Τραβάω μια δυνατή με το χτένι και πέφτουν καμιά εικοσαριά ελιές στο κεφάλι της, μπας κι έτσι, πάρει καλύτερα στροφές. Θα τη λωλάνει η γιαγιά… Αυτή αρχίζει τα γέλια και κυλιέται κάτω στα πανιά. Πού τη βρίσκει τόση όρεξη ήθελα να ’ξερα;

  Ο παππαδονονός μου ακούγεται απ’ το διπλανό χωράφι που τραγουδάει στις ελιές του. Η γιαγιά δε χάνει καιρό και του φωνάζει από μακριά.

-Εεε, παπα-Λουκά… πιάσε μωρέ εκείνο το καλό που λέγαμ’ και πέρσ’…

“Πέρα στους πέρα κάμπους, πέρα στους πέρα κάμπους

Που είναι οι ελιές…

Είν’ ένα μοναστήρι, είν’ ένα μοναστήρι…

Που παν οι κοπελιές…”

Ακούγεται το τρανταχτό γέλιο του κι εμφανίζεται απ’ την κατηφοριά με σηκωμένα τα μαύρα ράσα του να ’ρχεται προς το μέρος μας.

-Να ‘σαι καλά Αγγελική με τ’ αστεία σ’… Τι λέει το ασκέρ’; Κοντεύουμ’, κοντεύουμ’; Να ‘ρθείτε να δώσετ’ κι ένα χεράκ’ σε μας; Εσείς είστε τόσοι νοματαίοι…

Αυτό μας έλειπε τώρα… Να βοηθήσουμε και τον παπά, σκέφτομαι κι αναψοκοκκινίζω απ’ τα νεύρα μου. Η Φωτούλα έχει αρχίσει να τσουβαλιάζει τις ελιές απ’ τα πανιά. Τη βοηθάει κι η γιαγιά που κάνει πρώτα έναν έλεγχο για τα φύλλα. Εγώ κάνω πως μαζεύω τα πανιά, γιατί δεν το ’χει σε πολύ να μου φωνάξει μπροστά στον παπά. Η Φωτούλα ευτυχώς πάει προς τα πράγματα που αφήσαμε το πρωί στην άκρη με τα φαγητά μας. Ανοίγει το τραπεζομάντηλο απάνω στα χορτάρια και μας κουνάει τα χέρια να πάμε κοντά της. Η Αγγέλα τρέχει πρώτη και καλύτερη.

Μας έχει κόψει λόρδα και τα δυο. Οι κεφτέδες είναι ακόμα πιο νόστιμοι εδώ, απ’ αυτούς που τρώμε στο σπίτι. Και το ψωμί νομίζω κι η ντομάτα… Όλα είναι πιο νόστιμα στο χωράφι.

-Δεν πιστεύω να καλέσει η γιαγιά και τον παπά για φαΐ, να πάει στην παπαδιά να τον ταΐσει… λέω στη Φωτούλα κι αυτή βάζει το δάχτυλό της μπρος στα χείλια της για να σωπάσω, μη με πάρουν χαμπάρι ο παππάς με τη γιαγιά που έχουν στήσει την κουβέντα πιο πέρα.

Κόλλημα που το ’χει η γιαγιά με το λάδι! Να, τώρα κουβεντιάζει με τον παπά πόσο θα πουλήσουν το περσινό. Τέσσερις λαδίκες γεμάτες έχουμε απ’ τα πέρσι στην αποθήκη. Τι το θέλουμε και το φετινό; Έτσι για να μας τραβολογάνε εμάς, πέρα στους πέρα κάμπους… Ο παπάς έρχεται κοντά μας και λοξοκοιτάει τι καλό έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Σκύβει και βουτάει δυο κεφτέδες απ’ το γαβανάκι που άνοιξε η Φωτούλα κι αρπάζει κι ένα μεγάλο κομμάτι κασέρι.

-Καλή όρεξ’ πουλάκια μ’, μας πετάει μετά μπουκωμένος. Φεύγω μωρέ θα φωνάζ’ πάλι η παπαδιά… κάνει στη γιαγιά μου και μας χαιρετάει.

Ευτυχώς! Πώς το ‘παθε και δεν στρώθηκε κατάχαμα να κολατσίσει μαζί μας, να μας φάει όλους τους κεφτέδες…


Το παρόν κείμενο με τίτλο “Πέρα στους πέρα κάμπους…” είναι απόσπασμα από το βιβλίο “Κάποτε… στον Παράδεισο” [Εκδόσεις Όστρια], της φίλης συγγραφέα και συνεργάτιδας της Λόγω Γραφής κας Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη.

Ευχαριστούμε θερμά για την προτίμηση και τη μοιρασιά.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη