«Ο μπακλαβάς», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ου φονεύσεις.

Ου ψευδομαρτυρήσεις.

Ου κλέψεις (κυρίως αυτό).

Και άλλα επτά ‘’ου,’’ στοίχειωναν τη ζωή του μικρούλη Ηλία.

Εκείνο δε το ‘’ού κλέψεις’’, τον βασάνιζε περισσότερο, έτσι λιχούδης που ήταν και δεν άφηνε ακέραια τα βάζα με τα διάφορα γλυκά του κουταλιού που έφτιαχναν μάνα και γιαγιά του, για  τις ανάγκες τού σπιτιού, τότε που το ζαχαροπλαστείο ήταν ακουστό μόνον σαν έννοια.

ΒΡΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΑΝ, βρε τον καλόπιασαν, βρε τον απείλησαν ότι  θα πάει στην κόλαση. Άδικος κόπος. Το παιδί κοιμόταν ξυπνούσε το μυαλό του στα βάζα με τα γλυκά. Δεν τον εμπόδιζε καμία από όσες προφυλάξεις και αν έπαιρναν γιαγιά και μάνα του.

Έφτιαξαν επιπρόσθετα ράφια που έφταναν μέχρι το ταβάνι της ήδη ψηλοτάβανης κουζίνας, μήπως και τον αποτρέψει το ύψος, αλλά ο μικρός και ορειβάτης άριστος αποδείχτηκε.

Είδε δε μια μέρα στον κινηματογράφο που τον πήγαν, τον Τζόννυ Βαϊσμύλερ να πετάει στη ζούγκλα από κλαδί σε κλαδί και τον ξεσήκωσε άριστα με το πολύφωτο να εκτελεί χρέη κλαδιού και να φτάνει τα απαγορευμένα ύψη με την λιχουδιά της αρεσκείας του την κάθε φορά. Κοντολογίς δεν υπήρχε μέρος που να μην είναι προσβάσιμο για τον μικρό και η μάνα του, κυρίως αυτή, σε απελπισία.

«Δεν είναι φυσιολογική συμπεριφορά παιδιού αυτή», έλεγε, «κάποιο πρόβλημα έχει το βλαστάρι μου» και έκλαιγε, χωρίς κανείς να παίρνει και στα σοβαρά την απελπισία της.

Ονομαστά τα τραπέζια της και ακόμη περισσότερο οι πίτες της και τα πάσης φύσεως γλυκά της. Αλλά κανείς δεν φανταζόταν τι ψυχική δοκιμασία περνούσε κάθε φορά για το αν θα καταφέρει τελικά να ανταποκριθεί σε αυτό που ήταν και το ζητούμενο του τραπεζώματος, ΑΝ θα υπήρχε στο τέλος ΓΛΥΚΟ, δηλαδή.

Σε ένα, ας το πούμε επίσημο γεύμα, έβαλε η μάνα τη γιαγιά άγρυπνο φύλακα του  ταψιού με τον μπακλαβά, που η αλήθεια είναι ότι θα κόλαζε και άγιο σε περίοδο νηστείας και έκανε το σπίτι να μοσχοβολά κανέλα, γαρύφαλλο και λιωμένη ζάχαρη. Στον μικρό, απαγορεύτηκε επί ποινή  μεγάλης τιμωρίας, να πλησιάσει έστω, την κουζίνα. Καλεσμένος της οικογένειας ο συμπατριώτης Υπουργός Εργασίας, που θα μιλούσε και στο μεγάλο σόι που ήταν καλεσμένο, για τις επερχόμενες εκλογές. Σ’ αυτήν τη τεράστια Οικογένεια βασιζόταν για την επανεκλογή του. Πολλά, πάρα πολλά, τα ‘’κουκιά.’’

Ο Υπουργός, θαυμαστής της ονομαστής κουζίνας της Ηπειρώτισσας κυρα Δήμητρας, προσέβλεπε σε ένα γεύμα που θα του έμενε αλησμόνητο. Είχε γευτεί τις λιχουδιές της, τότε που σαν φοιτητάκος της Νομικής όταν πρώτο-ήρθε στην Αθήνα, τον τραπέζωνε η κυρά Δήμητρα και είχαν στοιχειώσει τον ουρανίσκο του οι απαράμιλλες κρεατόπιτες και τα σιροπιαστά γλυκά της. Κι’ εκείνη κατέθεσε στα πόδια του όλο της το ταλέντο σ’ αυτό το τραπέζι, ούσα πολύ υπερήφανη. Ε, πώς να το κάνουμε, δεν συνεστιάζεσαι και συχνά με έναν ολόκληρο Υπουργό και μάλιστα Εργασίας, που ειρήσθω εν παρόδω γλυκοκοιτούσε και την προεδρία της Κυβερνήσεως, γιατί όχι;

Και να τα στιφάδα (ειδική παραγγελιά), και να οι πίτες, τα ραβανιά, οι γιαουρτόπιτες και ο μπακλαβάς τ’ ονείρου, όχι να φάει και να ευφρανθεί ο στόμαχος ενός Υπουργού μόνον, αλλά όλος ο λόχος των συγγενών και φίλων που ήσαν καλεσμένοι στο τεράστιο σπίτι.

Δύο έμπειρα γκαρσόνια από την γειτονική ταβέρνα του κυρ Θωμά είχαν επιλεγεί να εξυπηρετήσουν το πλήθος, η δε γιαγιά, φύλακας των εδεσμάτων για τον φόβο επιδρομής του μικρού Ηλία εν είδη σμηνών πεινασμένων ακριδών και μην αδικούμε τα απαίσια αυτά έντομα!!! Να σημειωθεί εδώ ότι δεν νοείτω να εμφανιστεί στο τραπέζι ταψί που να του λείπει έστω και ένα κομμάτι. Εκτός από την αισθητική του θεάματος, τι θα σηματοδοτούσε η έλλειψη του κομματιού;

Ο μικρός να ασφυκτιά από τους περιορισμούς και να μηχανεύεται χίλιους τρόπους προσέγγισης των απαγορευμένων καρπών. Και σε κάποια στιγμή που η γραία πήγε προς νερού της, ο μικρός βούτηξε ένα γερό κομμάτι μπακλαβά γωνία και εξαφανίστηκε σαν φαντομάς. ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ της η γιαγιά τρελάθηκε. Ειδοποιεί την θυγατέρα της για την καταστροφή και ευτυχώς ένα από τα γκαρσόνια έδωσε τη λύση. Έστρωσαν τα κομμάτια του γλυκού σε έναν ασημένιο δίσκο αντί να βγει με το ταψί του, πράγμα που ήταν και πιο σικάτο  και θα το ελάμβανε η μάνα στο εξής υπ’ όψιν και να μην αγωνιά, όπως έγινε προ ολίγου.

Μα όταν ήρθε η ώρα του παγωτού και ζήτησε ο Υπουργός να του βάλει η μάνα λίγο βύσσινο σιρόπι, το βρήκε το βάζο τελείως άδειο, με μόνο ένα μικρό κουκουτσάκι, που θα της είχε ξεφύγει στο καθάρισμα του καρπού, που άφησε το κωλόπαιδο, ποιος άλλος, μέσα στο βάζο, σαν για να εκδικηθεί κοροϊδεύοντας για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις.

Το ποτήρι της απελπισίας είχε πια ξεχειλίσει. Αυτό πια δεν ήταν μια απλή σκανταλιά ήταν η επιτομή τού ίδιου τού σκανδάλου.Kαι επειδή η κατάσταση είχε ξεφύγει και προτού γίνει μη αναστρέψιμη, ο πατέρας του Ηλία, ο κυρ Νικόλας, αποφάσισε να πάρει την υπόθεση στα χέρια τα δικά του, αφού ούτε και οι ψυχολόγοι που ήταν ένα καινοφανές φρούτο στην Ιατρική τού Νεοέλληνα, μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι επί τα βελτίω του μικρού.

Και ένα αξέχαστο από όλους απόγευμα, παίρνει παραμάσχαλα που λέτε τον επτάχρονο γλυκατζή και πηγαίνουν στο καλύτερο Ζαχαροπλαστείο της Αθήνας. Γυάλισε το μάτι του μικρού στη θέα τόσων εδεσμάτων και κάθισε φρόνιμα περιμένοντας να του φέρουν τον μπακλαβά που παράγγειλε. Έρχεται το γκαρσόνι και εναποθέτει μπροστά του ένα ταψί μπακλαβά.

Απορημένος ο μικρός κοιτάζει τον πατέρα του ο οποίος ατάραχος τελείως του λέει: «Τρώγε. Όλο δικό σου. Δεν θα αφήσεις ούτε ψίχουλο, έτσι είναι ο κανονισμός εδώ και αλλοίμονο σε όποιον τον παραβεί».

Μα θες γιατί δεν ήταν το γλυκό απαγορευμένο, θες γιατί δεν ήταν και τόσο ωραίο σαν της μάνας του, μετά και το δεύτερο κομμάτι είπε: «δεν μπορώ άλλο μπαμπά».

«Θα αστειεύεσαι βέβαια αγόρι μου, όλο θα το φας, σιγά, σιγά, με την ησυχία σου έχουμε καιρό, το μαγαζί κλείνει αργά».

«Μα καλέ συ, φούσκωσα τρία κομμάτια έφαγα θα σκάσω, ή θα κάνω εμετό, δεν μπορώ άλλο σου λέω».

«Κι εγώ σου λέω τρώγε και μη μιλάς».

Μα ο μικρός ήδη έτρεχε τουαλέτα μεριά και έβγαλε από μέσα του τόσο γλυκό που δεν είχε ξαναδεί αποχωρητήριο! Κάπως ανακουφισμένος γυρίζει και κάθεται αμίλητος στη θέση του. Μα μόλις αντίκρισε τον μπακλαβά μπροστά του, ένα νέο εμετικό κύμα τον κατέλαβε και πήγε τρέχοντας στην τουαλέτα…

Κάθεται ιδρωμένος και κατάχλωμος στην θέση του και ακούει με φρίκη τον πατέρα του να του λέει: «ΤΡΩΓΕ»…

Στη συνέχεια πήγαν στο εφημερεύον Νοσοκομείο, του έκαναν νομίζουμε πλύση στομάχου του μικρού και πέρα από την ταλαιπωρία βέβαια, δεν κινδύνευσε.

Κατά πόσο ήταν αντιπαιδαγωγική η συμπεριφορά του πατέρα; Δεν θα το κρίνουμε εμείς, απλά να πούμε ότι μπακλαβά ο Ηλίας ούτε που ξανά έφαγε στη ζωή του. Ούτε ξανά άδειασε βάζο με γλυκό ενθυμούμενος το τράκο που τράβηξε. Για σκέψου να ήταν αναγκασμένος να ξανά φάει ένα ταψί γλυκό… Μπρ… μπρ… μπρ… εφιάλτης!

*

Τα χρόνια πέρασαν και εκεί γύρω στα 55 του, ο  Ηλίας διαγνώστηκε με σάκχαρο, μια ύπουλη ασθένεια  που είναι πηγή πολλών άλλων ασθενειών. Να έφταιγε η κραιπάλη της παιδικής του ηλικίας, να έφταιγε από τότε το Πάγκρεας και τραβούσε ο οργανισμός του το γλυκό, πού να το ξέρει ο καημένος ο Ηλίας. Τον βασάνισε το σάκχαρο, τον τύφλωσε και ευτυχώς ‘’έφυγε’’ μόλις πριν αρχίσουν και οι ακρωτηριάσεις.

Τι να πούμε και εμείς, παρά μόνο ότι, όπως όλα τα όργανα, τεχνητά ή φυσικά, όταν  δεν τηρούν το ‘’μέτρον άριστον’’ έρχεται η στιγμή που αποδιοργανώνονται με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη