«Να τα πάρεις τα παιδιά…», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

-Αυτό το σχολείο δεν κάνει για τα δικά μας τα παιδιά. Άκου με που σου λέω. Να τα πάρεις τα παιδιά από κει και να ‘ρθεις πάνω στο χωριό μαζί μας, είπε ο θείος στον πατέρα το μεσημέρι που πέρασε να μας δει. Όχι πως δεν έχουν καλούς δασκάλους αλλά στο χωριό είναι καλύτερα. Τα παιδιά της πόλης είναι σκληρά, κοιτάνε τα δικά μας σα ζητιανάκια.  Δε καταλαβαίνουν από φτώχια τα παιδιά. Στο χωριό θα σε βοηθάει κι η Φατιμά. Πώς θα τα βγάλεις πέρα μονάχος σου; Μια γυναίκα σού λύνει τα χέρια με τα παιδιά. Μαζί μας θα μείνετε. Έχουμε κι άλλο δωμάτιο. Θα το μοιραστούνε τα παιδιά.

-Θα δούμε, είπε ο πατέρας δυο φορές, θα δούμε, και κούνησε λυπημένος το κεφάλι του.

Από τότε που χάσαμε τη μάνα είναι με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια βουρκωμένα. Δε τη χάσαμε στα κύματα, όπως οι περισσότεροι δικοί μας που έχασαν κάποιον άνθρωπό τους. Τη χάσαμε εδώ στη ξένη πατρίδα από πνευμονία. Έτσι μας είπαν οι γιατροί. Είχε αρπάξει κρύωμα γερό και δεν το πρόσεξε. Κοίταζε να σκεπάσει εμάς. Όταν πατήσαμε το πόδι μας στη στεριά αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε όλοι από χαρά που τα καταφέραμε. Ακόμα και τα μικρά κλαίγανε δίχως να καταλαβαίνουνε το λόγο. Κι ύστερα όταν φτάσαμε στη πόλη η μάνα ψηνόταν στο πυρετό. Πρώτα γνωρίσαμε το νοσοκομείο και μετά μας δώσανε το σπίτι.  Η μάνα δε γνώρισε το σπίτι.

Κι η μάνα αυτό ονειρευότανε. Να συναντήσουμε τον αδερφό της που μας περίμενε. Να έχουμε κι εμείς παρέα τα ξαδέρφια μας και να μη νιώθουμε τη μοναξιά μακριά απ’ την πατρίδα. Μας λείπει η πατρίδα μας πολύ, μα περισσότερο η μάνα. Η αγκαλιά της, η μυρωδιά της, τα λόγια της που μας ησύχαζαν πάντα. Ο πατέρας δεν είναι το ίδιο. Δεν ξέρει να μιλάει. Δε βρίσκει λόγια να μας πει τώρα που αυτή λείπει. Μονάχα κάθεται και συλλογιέται με το κεφάλι σκυφτό και μια λύπη στα μάτια του που γυαλίζουν απ’ τα δάκρυα. Μια γυναίκα σου λύνει τα χέρια με τα παιδιά, είπε ο θείος στον πατέρα.

Ο θείος έχει δίκιο. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν από φτώχια. Όλα τα παιδιά την πρώτη μέρα στο σχολείο, που πήγαμε για τον αγιασμό, μας κοίταζαν με περιέργεια λες κι ήρθαμε από άλλο πλανήτη. Κοίταζαν και τον πατέρα που μας συνόδευε και στεκόταν δίπλα μας με σκυφτό το κεφάλι. Δε ξέρω πώς θα είναι τα παιδιά στο χωριό αλλά εκεί υπάρχουν τα ξαδέρφια μας. Κι η μάνα αυτό ήθελε. Να είμαστε όλοι μαζί. Να μη νιώθουμε μοναξιά μακριά απ’ την πατρίδα. «Θα δούμε», είπε δυο φορές ο πατέρας, «θα δούμε».

Κι εγώ δε μπορώ να κλείσω μάτι όλη νύχτα. Νιώθω πως η μοναξιά μας τυλίγει από παντού σ’ αυτό το ξένο σπίτι. Η μάνα δε γνώρισε αυτό το σπίτι. Δεν είναι πουθενά εδώ μέσα. Παρακαλάω από μέσα μου να πάρει ο πατέρας τη σωστή απόφαση. Να σηκωθούμε το πρωί και να μας πει πως δε θα πάμε σχολείο. Να μας πει πως θα πάμε στο χωριό, στο θείο και στα ξαδέρφια μας. Εκεί θα είναι για όλους καλύτερα. Η θεία Φατιμά ξέρει να μιλάει κι αυτή ωραία σαν τη μάνα. Να μας ησυχάζει με τα λόγια. «Η μάνα σου θα είναι πάντα κοντά σας μες στη καρδιά σας και στη σκέψη σας. Ποτέ δε θα σας αφήσει μόνους σας. Ποτέ δεν αφήνει μια μάνα τα παιδιά της. Από κει ψηλά πάντα θα σας προσέχει», μου είπε εκείνη τη μέρα που ο πατέρας μάς μάζεψε για πρώτη φορά και τους τρεις στην αγκαλιά του κι έκλαιγε με λυγμούς. Τα λόγια της χάιδευαν την ψυχή μου. Μακάρι να πάρει ο πατέρας τη σωστή απόφαση. Έχει δίκιο ο θείος. «Μια γυναίκα σού λύνει τα χέρια με τα παιδιά». Ακόμα ακούω τη φωνή του. «Να τα πάρεις τα παιδιά από κει…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη