«Νανά η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Η Νανά μπήκε στο μικρό λεωφορείο που έκανε την κυκλική διαδρομή Μαρούσι- Μεταμόρφωση. Κάθε μία ώρα. Αν το πετύχαινες, ειδικά από τη στάση στο Μαρούσι, σήμαινε πως έπρεπε να επισκεφτείς, πάραυτα, το κοντινότερο  προπατζίδικο να το αγοράσεις το λαχειάκι σου, γιατί είχες ρέντα! Να μην τη σταματήσεις και πάει χαμένη!

Φίσκα το λεωφορειάκι, πατείς με, πατώ σε, πήρε να κυκλοφορεί ο αέρας πιο ελεύθερα περίπου στο μέσο της διαδρομής, άδειασε και μια θέση πίσω στη γαλαρία, οπότε κι η Νανά είπε να την χρησιμοποιήσει. Δίπλα της καθόταν μια άλλη κυρία.

-Με συγχωρείτε, να σας ρωτήσω! Σίγουρα πηγαίνει Μεταμόρφωση το λεωφορείο; Μη βγω ξανά Μαρούσι! Δεν θέλω! Πήγα, ξέρετε να πάρω το τραίνο να πάω Κηφισιά, αλλά δεν είχε, λέει. Τρεις φορές πήγα Μαρούσι σήμερα, άλλη δεν αντέχω πάλι!

-Ναι, μην ανησυχείτε! Μεταμόρφωση πηγαίνει.

Και της εξήγησε για την κυκλική διαδρομή και την τύχη της που είχε καταφέρει να το πετύχει.

-Αλλά, πώς και δεν είχε τραίνο, εντύπωση μού κάνει, συνέβη κάτι;

-Ναι, μας είπαν πως κάποιος αυτοκτόνησε πέφτοντας στις γραμμές του τραίνου. Μεγάλη δειλία αυτό, αν με ρωτάτε. Άκου εκεί, να πέσει στις γραμμές του τραίνου! Κι αν ήταν παντρεμένος κι είχε κι ένα παιδί, αυτή τη γυναίκα που άφηνε πίσω μόνη της να το μεγαλώσει, δεν τη σκέφτηκε; Πρέπει να είσαι πολύ δειλός για να κάνεις μια τέτοια πράξη. Τι, και να χρώσταγε, σιγά το πράμα! Εγώ είμαι Πόντια! Δεν μασάω απ’ αυτά! Νομίζετε εγώ δεν χρωστάω; Παντού χρωστάω. Αλλά λέω, ελάτε να μου τα πάρετε! Χρωστάω και χτίζω σπίτι για τον γιό μου! Κι ένφια δεν πληρώνω! Καλά τους πληρώνω ΙΚΑ, σύκα και τα λοιπά! Θα τους τα πληρώνω διπλά και τρίδιπλα; Όχι! Ας μου τα πάρουν, αν μπορούν! Εγώ και σε παγκάκι, τα ίδια θα σκέφτομαι! Θα καταφέρω να επιζήσω!

(Αν αντί για μένα την είχε συναντήσει ο άνθρωπος στο τραίνο, εκείνος που είχε πάρει την απόφαση της μεγάλης φυγής, ίσως και να είχε καταφέρει να τον κάνει να το ξανασκεφτεί…)

-Σίγουρα πάει Μεταμόρφωση, ε; Κι από κει λέτε θα βρω ένα ταξί; Με ταξί θα γυρίσω στο σπίτι. Κουράστηκα!

-Μην το σκέπτεστε. Θα πάμε μαζί να σας δείξω σε ποιον δρόμο θα βρείτε πιο εύκολα.

Το λεωφορείο τερμάτισε και βγήκαν οι δυο γυναίκες. Ανηφόρισαν  μια μικρή απόσταση προς τα πάνω μέχρι να φτάσουν στο δρόμο που, υποτίθεται, ένα  ταξί θα βρισκόταν πιο εύκολα. Αλλά σχεδόν εννιά και στο επίνειο ετούτο (χα,χα,χα!) εννιά σήμαινε σχεδόν άρση της κυκλοφορίας σε καιρό πολέμου. Η κίνηση οχημάτων και ανθρώπων περιοριζόταν στο ελάχιστο. Λες και η ζωή κυλούσε με άλλους ρυθμούς, του ρυθμούς ενός χωριού, ας πούμε, που καθώς βράδιαζε, όλοι αποτραβιόνταν στο κονάκι τους. Και να πεις πως είχε κακό καιρό κι έπρεπε να ζεσταθούν! Αρχή άνοιξης κι η ατμόσφαιρα μύριζε ανθισμένες νεραντζιές.

-Κι από δω που καθίσαμε προς τα  πού πάει; ρώτησε η κυρία.

-Προς Μαρούσι.

-Α! Εγώ δεν θέλω να πάω ξανά Μαρούσι.

-Ας έρθει πρώτα το ταξί και του λέτε πού θέλετε να σας πάει. Θα περιμένω μαζί σας για να μην είστε μόνη.

-Μην ανησυχείτε για μένα! Ξέρετε, την ξέρω την περιοχή, ο γιος μου είναι υπεύθυνος σε μία καφετέρια εδώ, πολύ γνωστή, έχω έρθει κι εγώ, αλλά τώρα είναι βράδυ και δεν αναγνωρίζω την περιοχή.

Της είπε σε ποια καφετέρια κι εκείνη κατάλαβε. Στο καπάκι, έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και τηλεφώνησε στον γιο της.

-Έλα, πού είσαι; Βρίσκεσαι Μεταμόρφωση; Α, όχι; Είσαι Νέο Ηράκλειο, ε; Έλεγα κι εγώ, μήπως δούλευες εδώ, γιατί είμαι Μεταμόρφωση. Άστα! Ήμουν στο τραίνο…

Και σε μία περιεκτική περίληψη του αράδιασε τα πού, πώς και γιατί. Και ως επιμύθιο, του το ‘ριξε το επιθυμητό:

-Ναι, μωρέ, πονέσανε τα πόδια μου. Σηκώνω και ψώνια. Τι, θα ‘ρθεις να με πάρεις; Ραντεβού μπροστά απ την καφετέρια που δουλεύεις; Καλά παιδί μου! Σε ευχαριστώ.

Και κλείνοντας το τηλέφωνο, γύρισε προς την Νανά:

-Είπε θα έρθει να με πάρει. Ε, κόπο δεν θα του κάνει,  με το αυτοκίνητό του είναι. Τώρα πού να είναι η καφετέρια;

-Ελάτε, θα σας πάω εγώ, μη χαθείτε!

Και καθώς περπατούσαν, άρχισε να της λέει:

-Ο γιος μου, μεγάλος μαλάκας! Μικρό παιδί! Δεν νομίζω πως θα μεγαλώσει και ποτέ! Με τον κόπο μου κατάφερα μόνη μου να τον μεγαλώσω, τον έστειλα στη σχολή που πέρασε στον Βόλο, Λογιστική ή κάτι τέτοιο, όρκο δεν παίρνω, η ψυχή μου έτρεμε που ήταν μόνο του αλλά τι, εκεί έπρεπε να ψηθεί! Αν δεν ψηθεί ο άνθρωπος! Εγώ λέω, όσες δυσκολίες κι αν περνάμε, τίποτα δεν είναι μπροστά σε αυτά που πέρασαν οι πρόγονοί μας. Εγώ είμαι Πόντια αλλά η γιαγιά μου ήταν Σμυρνιά. Εκεί να δείτε κατατρεγμό κι ορφάνια! Κολλητές φίλες με τη μάνα του Καζαντζίδη.

-Αλήθεια μου λέτε; πρόλαβε να πει κάτι και να θαυμάσει η Νανά. Φωνάρα ο Στελάρας και καρδιά αυθεντική.

-Α, ναι. Με τις δισκογραφικές εταιρείες τα έβαλε για αυτό για πολύ καιρό ήταν έξω από τα πράγματα.

-Κι εκείνη η διαμάχη με τον συνθέτη τον γνωστό, θα έπρεπε να του είχε στοιχίσει.

-Μπα, φιλαράκια ήταν. Όλα τα είχαν βρει.

Και συνέχισε με το προηγούμενο θέμα της.

-Τον βοήθησε, που λέτε,  ο πατέρας του να πάρει ένα αυτοκίνητο, αλλά όλα τ’ άλλα, εγώ κι εκείνος, με τη δουλειά μας, με τα χέρια μας.  Δεν μπορώ να πω, το αντρικό πρότυπο δεν του έλειψε ποτέ. Γιατί με τον πατέρα του είμαστε από νωρίς χωρισμένοι. Στο σπίτι μου είχα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Μου στάθηκαν σε όλα. Εντάξει, από όταν άρχισε να δουλεύει και να βγάζει τα δικά του χρήματα,  έχει κάνει πολλά ταξίδια. Την άλλη φορά, πήγε τη γκόμενα στη Ντίσνεϋ Λαντ και πλήρωνε σα μαλάκας. Όλα τα έξοδα αυτός. Δεν φταίει το παιδί, εγώ του το ‘λεγα αυτό. Όταν βγαίνεις με ένα κορίτσι, εσύ τα πληρώνεις, ο άντρας. Αλλά δεν του είπα κι έτσι! Τέλος πάντων! Τώρα έχει άλλη. Πού θα την πάει κι αυτή, δεν ξέρω.

Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Η γλώσσα όμως έρεε και τον βηματισμό δεν θα τον έλεγες και ταχύ! Έφτασαν απ’ έξω απ’ την καφετέρια.

Έβγαλε το κινητό ξανά από την τσάντα και τηλεφώνησε στον γιο της.

-Έλα! Από έξω είμαστε και περιμένουμε με μια κυρία που με βοήθησε, νύχτα που είναι, να τη βρω. Έρχεσαι;

Παράλληλα, χτύπησε και το κινητό της Νανάς. Την ειδοποιούσαν πως θα είχε ένα μάθημα που δεν ήλπιζε πως θα έκανε. Όταν έκλεισε το τηλέφωνό της η Νανά,  η κυρία Δώρα, έτσι την έλεγαν,  της είπε:

-Σε πήρανε, θα έχεις ένα μάθημα, συναντηθήκαμε στο λεωφορείο, πιάσαμε την κουβέντα, είπαμε τόσα, πάμε μέσα να πιούμε μια πορτοκαλάδα.

Απρόσμενη η πρόσκληση. Στο μυαλό της Νανάς,  με ταχύτητα φωτός,  έπαιξαν όλες οι επιλογές: « Πρώτον, μια πορτοκαλάδα μέσα στον κόσμο, τι κακό να επιφέρει; Δεύτερον, στο σπίτι δεν είναι κάποιος να με περιμένει και να ανησυχήσει που αργώ. Τρίτον, χρήματα, ευτυχώς, έχω επάνω μου, πόσο να στοιχίζουν, βρε αδελφέ,  δυο πορτοκαλάδες, μια περιουσία; Τέταρτον, το ανέλπιστο και το τυχαίο ούτε το προκαλείς, ούτε το γλυτώνεις. Ας το ευχαριστηθείς τουλάχιστον! Μια ανθρώπινη συνάντηση είναι, στο τέλος-τέλος!

Μπήκαν και κάθισαν σε έναν βολικό καναπέ στο κέντρο της. Η κυρία Δώρα χαιρέτισε τα παιδιά που την ήξεραν-δεν την ήξεραν, τους συστήθηκε και τους είπε ότι ήταν μαμά του γιού της (χα,χα,χα!)  και καθώς έβγαζε τη ζακέτα της και ίσιωνε το μπλουζάκι που φορούσε από κάτω, είπε:

-Μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό, έχετε, έτσι; Εσύ, κορίτσι μου, τι θα πάρεις; και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα, αφήνοντας στη φύλαξη της Νανάς όλα της τα υπάρχοντα.

Γυρίζοντας, κάθισε δίπλα στη Νανά και της είπε:

-Για πες μου, λοιπόν εσύ, κορίτσι μου, τι δουλειά κάνεις; Κατάλαβα πως κάνεις μαθήματα. Για πες.

Της είπε η Νανά τα περί  ουσιαστικής ανεργίας, ένα μάθημα σκάρτα και πού δουλειά δεν είναι!

-Αλλά ασχολούμαι με την Αγιογραφία εδώ και χρόνια, σαν χόμπυ, έτσι με πετύχατε στο λεωφορείο, γυρνούσα από το μάθημα.

-Κι έχεις να μου δείξεις τίποτα που έχεις φτιάξει τελευταία;

Και αποκαλύπτοντας την εικόνα που κουβαλούσε, της έδειξε τον Άγιο Συμεών.

-Δεν τον πολύ-πάω αυτόν! Εσύ τον πιστεύεις; Εβραίος μωρέ ήταν αυτός!»

-Όλοι Εβραίοι ήταν! απάντησε η Νανά προσπαθώντας να κρατήσει το γέλιο που της ερχόταν φυσικά μετά από αυτή τη μεγάλη της διαπίστωση…

-Τι να σου λέω τώρα! Όσο πιο πολύ τα σκαλίζεις, τόσο αρχίσεις να αναρωτιέσαι περισσότερο. Διαβάζω αυτόν τον καιρό κάτι βιβλία που ‘χω απ’ τη γιαγιά μου, δεν υπάρχουν πουθενά αυτά τα βιβλία και λένε πως ο Χριστός Έλληνας ήταν μωρέ και μας κοροϊδεύουν.  Μας λένε για τους εβραίους και τα διάφορα, όλο σκοτωμοί κι όλα στο όνομα του Θεού.

Τι να πει η έρμη η Νανά; Ήξερε;

-Τίποτα δεν έχουν όλα αυτά με την πίστη. Θα σου πω εγώ τι πάει να πει πίστη. Εγώ κορίτσι μου, ήμουν ηθοποιός. Με τον άντρα μου, τον ένα και μοναδικό που παντρεύτηκα, γνωριστήκαμε όταν ήμασταν κι οι δυο μας άγνωστοι. Εκείνος ήξερε να χώνεται και να ζητάει. Για αυτό έγινε και γνωστός. Εμένα πάλι, ούτε το χώσιμο, ούτε το γλείψιμο μου άρεσε ποτέ μου! Ρε, εγώ είμαι Πόντια! Έχω υπερηφάνεια! Αν με καλούσαν σε κάποια δουλειά, πήγαινα. Αν όχι, πάλι καλά. Ένα καιρό που ο άντρας μου δούλευε με τη Βουγιουκλάκη, του είπε ότι ήθελε να με γνωρίσει. Της άρεσε που δεν χωνόμουνα στις καταστάσεις και δεν έτρεχα πίσω από κανέναν. Έλεγε εκείνη θα μας πάντρευε. Τελικά, μας πάντρεψε ο αδελφός της. Δεν με πείραξε αυτό! Μετά, όταν αργούσα να κάνω παιδί, εκείνη μου είπε για τον χειρουργό γυναικολόγο, έναν στη Θεσσαλονίκη. Κορυφή, σου λέω! Μόνη μου πήγα. Στη μάνα μου είχα πει πως ήμουν σε περιοδεία. Με πήρε στο τηλέφωνο την τρίτη μέρα που ήμουν στην κλινική και μου είπε: «Λέγε τώρα, ψεύτρα πού είσαι και τι κάνεις». Είχε δει τον ηθοποιό που, υποτίθεται, ήμουν μαζί του σε περιοδεία στην Αμερική στην τηλεόραση κι έτσι με κατάλαβε. Ναι, που λες, κατάφερα κι έμεινα έγκυος με μηδενικές πιθανότητες από μένα και με άντρα με ολιγοσπερμία. Αυτό είναι θέλημα Θεού και πίστη. Τα άλλα όλα, τα ακούω βερεσέ…

Σερβίρισε και στα δύο ποτήρια πορτοκαλάδα και συνέχισε.

-Και για πες, μένεις από πάντα εδώ; Αν ναι, και έρχεσαι και σε αυτήν τη καφετέρια, τότε σίγουρα θα έχεις δει τον γιό μου. Ξεκίνησε εδώ σαν υπεύθυνος, έβγαζε καλά λεφτά, μετά είπε να δουλέψει και σε άλλη καφετέρια και τελικά, το αφεντικό εδώ τον έβαλε να κάνει και τον σερβιτόρο. Μαλάκας παιδί μου, παιδί που παίζει ακόμη. Θα μεγαλώσει αυτός να κάνει παιδιά και να στηρίξει οικογένεια; Εγώ που με βλέπεις για να το μεγαλώσω και πού δεν δούλεψα. Μέχρι Ρουμανία έφτασε η χάρη μου! Για αυτό σου λέω, τη ζωή να μη τη φοβάσαι! Σου είπα! Ας έρθουν να μου τα πάρουν όλα, αν έχουν τα κότσια! Καλά τους πληρώνουμε όλοι μας με το αίμα μας. Τι μπορούν να μας πάρουν; Τη ζωή; Θα ζούμε και σε παγκάκι. Ε, και;

-Όχι, τα τελευταία χρόνια ήρθαμε εδώ. Το πατρικό μου ήταν στην Κυψέλη.

-Πού, εκεί στα τρόλεϊ;

-Στο τέρμα τους, Άνω Κυψέλη. Την ξέρετε την περιοχή;

-Όχι, μωρέ καλά. Έναν γκόμενο είχα εκεί κι έτσι πήγαινα. Μαλάκας κι αυτός, να περνάει η ώρα. Παιδιά μένουν οι περισσότεροι, τι να πεις…

Η ώρα είχε περάσει. Πάνω εκεί που η μεν Νανά σκεπτόταν πως έπρεπε να γυρίσει σπίτι και η κυρία Δώρα αναρωτιόταν πού να είχε μπλέξει και αργούσε ο με το γνωστό προσωνύμιο γιος της, χτύπησε το τηλέφωνο. Της έλεγε πως ήταν κοντά και να παρατηρούσε τα αυτοκίνητα. Η Νανά πήγε προς τα παιδιά να πληρώσει για τις πορτοκαλάδες.

-Ε, Νανά, οι πορτοκαλάδες κερασμένες από τον γιο μου! Και γυρνώντας προς τα παιδιά που ήταν εκεί, τους είπε:

-Έτσι να του πείτε!

Έξω στο δρόμο χαιρετίστηκαν με ειλικρινή χαρά για τη συνάντηση.  Η χαρωπή, ανένταχτη, κεφάτη, ανοιχτή καρδιά, τσαούσα κυρία Δώρα, ήταν ένα δώρο!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη