“Και του χρόνου…”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

Πάλι δε θα ‘ρθεις. Το ξέρω πως πάλι δε θα ‘ρθεις κι όμως σε περιμένω. Κάθε φορά σε περιμένω. Και στολίζω το σπίτι γιορτινά, κρεμάω παντού λαμπάκια για να φτιάξω ατμόσφαιρα, στολίζω το δέντρο, ανάβω το τζάκι, βάζω ένα σιντί με τζαζ μουσική που σ’ αρέσει, μαγειρεύω και περιμένω. Ανοίγω το καλύτερο κρασί, βάζω δυο ποτήρια κολονάτα στο τραπέζι, τακτοποιώ τα σερβίτσια όμορφα κι ανάβω δυο κηροπήγια στο κέντρο. Ρίχνω μια ματιά γύρω. Όλα τέλεια. Βάζω κι άλλο ξύλο στο τζάκι να ζεσταθεί καλά ο χώρος και να ‘ναι όλα έτοιμα. Σε περιμένω.

Είναι γιορτές κι αντί να φροντίσω να συναντηθώ με κάποιους αγαπημένους φίλους, αντί να κάνω ένα ταξίδι και να πάω στ’ αδέρφια μου που με περιμένουν πώς και πώς, κι αναζητάνε τη συντροφιά μου, αντί να τρέξω στ’ ανιψάκια μου να τα γεμίσω δώρα και να με γεμίσουν φιλιά, εγώ επιμένω να περιμένω εσένα.

Δεν το περίμενα αυτό από τον εαυτό μου ποτέ. Μια δυναμική, ανεξάρτητη γυναίκα, μαθημένη στα δύσκολα να πολεμάει, να περιμένει έναν άντρα που δε φτάνει ποτέ κοντά της όποτε τον έχει ανάγκη. Έξι ολόκληρα χρόνια νιώθω μισή. Μισή επειδή δεν σ’ έχω ολόκληρο. Ο μισός ανήκεις αλλού. Τι λέω; Ο μισός και παραπάνω. Ίσως το ένα τρίτο σου να είναι δικό μου. Ίσως και λιγότερο. Η καρδιά σου δεν ξέρω και δεν μπορώ ακόμα να υπολογίσω σε ποιο μέρος ανήκει. Στο δικό της ή στο δικό μου;

Επιμένω να κάνω μόνη μου γιορτές, επιμένω να ξεγελάω τον εαυτό μου πως θα ‘ρθεις μια φορά, επιμένω πως δεν μπορεί, κάποια μέρα θα ξεκλέψεις και για μένα. Κοιτάω το κινητό μου. Το ελέγχω ανά πέντε λεπτά να σιγουρευτώ πως δεν με πήρες. Μήπως δεν το άκουσα. Μήπως χτύπησε όταν ήμουνα στην κουζίνα. Μήπως χτύπησε όταν έφτιαχνα τα μαλλιά μου στο μπάνιο. Δεν έχω κλήση. Δεν με πήρες. Δεν είχες χρόνο, δεν τα κατάφερες, δεν μπόρεσες. Αυτές θα είναι για άλλη μια φορά οι δικαιολογίες που θα μου ψιθυρίσεις στ’ αυτί, όταν θα περάσουν οι γιορτές κι όταν θα βρεις μια ώρα να ξεκλέψεις για μένα.

Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί δεν είσαι τίμιος μαζί μου; Ψεύτη! Δειλέ! Άνανδρε! Έτσι κάνουν οι άντρες; Έτσι φέρονται αυτοί που αγαπούν μια στάλα; Γιατί σ’ ανέχομαι μου λες; Γιατί κάθε φορά υποκύπτω στις συγνώμες σου; Γιατί δεν βγαίνω με το Στέλιο που με παρακαλάει μήνες τώρα; Γιατί δε βγαίνω με τον Ανέστη τον κολλητό μου; Να ξεσκάσω; Να πούμε δυο κουβέντες να περάσει η ώρα; Γιατί κάθε φορά πιστεύω τις ψεύτικες υποσχέσεις σου; ‘’Θα έρθω μωρό μου, στο υπόσχομαι. Μπορεί ν’ αργήσω λιγάκι αλλά θα έρθω…’’ Ψεύτη! Κατάντησα να μιλάω μόνη μου. Να πίνω μόνη μου κρασί  δίπλα στο τζάκι και να μιλάω στις φλόγες με θυμό. Δεν έχω πού ν’ αδειάσω το θυμό μου. Δεν έχω κάποιον να μοιραστώ το παράπονό μου. Θα πάρω σκύλο, σκέφτομαι καμιά φορά. Να τον βγάζω βόλτα, να του μιλάω, να τον χαϊδεύω, να τον φροντίζω. Να μ’ ακούει όταν παραμιλάω.

Σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι να είναι μόνοι τους ένα τέτοιο βράδυ. Θα είναι λέω σίγουρα, κάποιοι ηλικιωμένοι που έχασαν το σύντροφό τους και τα παιδιά τους είναι μακριά, που απόψε θα είναι μόνοι τους όπως εγώ. Θα είναι κάποιοι γονείς που τα παιδιά τους δεν τα κατάφεραν να τους επισκεφτούν, που απόψε θα νιώθουν κι αυτοί μόνοι όπως εγώ. Θα είναι και κάποιο άνθρωποι που δεν έφτιαξαν τη ζωή τους, που αφοσιώθηκαν στην καριέρα τους και δεν έκαναν οικογένεια από επιλογή, που απόψε θα είναι μόνοι όπως εγώ. Θα είναι σίγουρα και κάποιοι εραστές ή ερωμένες, όπως εγώ, που απόψε θα νιώθουν τη μοναξιά αφόρητη, επειδή κάποιον περιμένουν. Κάποιον που δεν πρόκειται να πάει, όπως εσύ.

Παραμονή Χριστουγέννων κι εγώ επιμένω να περιμένω. Το ξέρω πως δε θα ‘ρθεις. Πέντε χρονιές γιόρτασα τα Χριστούγεννα μόνη μου. Πέντε και φέτος έξι. Μόνη δίπλα στο τζάκι και στις φλόγες που τρεμοσβήνουνε κάνω τις πιο απίθανες σκέψεις. Αφού έβρισα, αφού ξεθύμανα, αφού άδειασα κάπως το θυμό μου, τώρα λέω να το γυρίσω. Να κάνω σκέψεις τρυφερές για να γλυκάνω τον εαυτό μου. Να κλείσω τα μάτια και ν’ αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη, να ονειρευτεί. Και το κάνω. Ακούω φωνούλες παιδικές να τσιρίζουν γύρω μου, να τσακώνονται, να γελάνε, να φωνάζουν. Ακούω εσένα να τα μαλώνεις τρυφερά και να προσπαθείς να τα βάλεις σε μια τάξη. Ακούω το κουδούνι να χτυπά και να σας φωνάζω απ’ την κουζίνα… ανοίξτε ήρθαν οι καλεσμένοι. Ακούω γέλια, ευχές, φωνές αγαπημένων φίλων που γέμισαν το σαλόνι μας με δώρα. Ακούω κι εμένα να σας προσκαλώ στο γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων κρατώντας τη μεγάλη πιατέλα με τη γεμιστή γαλοπούλα. Ακούω όσα έχω ανάγκη ν’ ακούσω για να σπάσω την αφόρητη σιωπή που με πονάει. Όσα τόσα χρόνια στερήθηκα κι όσα κρυφά ποθώ. Ακούω φωνές και γέλια. Κι είμαι μόνη.

Τα κεριά σβήσανε. Το σιντί τέλειωσε. Το ποτήρι άδειασε. Το τρίξιμο των ξύλων στο τζάκι είναι ο μοναδικός ήχος που φτάνει στ’ αυτιά μου όταν συνέρχομαι. ‘’Και του χρόνου’’ εύχομαι δυνατά στον εαυτό μου υψώνοντας το άδειο ποτήρι. ‘’Και του χρόνου εύχομαι να μη σε περιμένω…’’

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη