«Η Πύλη», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

‘’Ενός κακού μύρια έπονται’’ έτσι δεν λέει το γνωμικό;

Ε, έτσι ακριβώς συνέβη με τον Αγησίλαο Αγησιλάου του Φώτη και της Αρσινόης από άνω Πλαγιά Βύρωνα ορμώμενο. Θαρρείς και βάσκανο μάτι επέπεσε επί της άμοιρης κεφαλής του και άρχισε να χάνει από τα χέρια του όλα όσα είχε με κόπο αποκτήσει μέχρι τα σαράντα φεύγα του.

Η αρχή έγινε με την Πενέλοπε την σύζυγό του, η οποία με το φευγιό της απέδειξε, ότι ουδεμίαν σχέση είχε ως προς την υπομονή, με την αρχαία συνονόματή της, εκείνη τη θεόχαζη βασίλισσα του κοντοστούπη πονηρού Βασιλιά της ΙΘΑΚΗΣ. Έβλεπε τον άντρα της τον Αγησίλαο, να χάνει τον ύπνο του από την καταστροφή που πλησίαζε και αυτή, που τον ύπνο τον ήθελε αδιατάραχτο, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια (κυριολεκτικά), για πιο απάνεμα λιμάνια σαν αυτά που της έταξε ο κολλητός του Αγησίλαου, ο μεγαλομπακάλης ο Αγαμέμνων…

Μεγάλο το πλήγμα και από κει και ύστερα, η ‘’του Κύρου Κατάβαση(!)’’ έγινε σε ρυθμούς allegro vivace. Έχασε την επιχείρηση. Έχασε το διώροφο νεοκλασικό σπίτι του που το είχε βάλει υποθήκη μένοντας στον δρόμο. Μήτε δουλειά, μήτε στέγη και ευτυχώς χωρίς σύζυγο να του τριβελίζει το μυαλό για το πόσο άχρηστος είναι. Επιβεβαίωση χρειαζόταν ο Χριστιανός; Το έβλεπε, δεν το έβλεπε; Έτσι, είπε να την κάνει κι’ αυτός, όχι γι’ άλλη γη γι’ άλλα μέρη που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει, αλλά δια τόπον χλοερόν, ένθα ουκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός. Την ώρα όμως που άδειαζε στη χούφτα του, που πάσχιζε να την κρατά χωρίς να τρέμει, όλα του τα υπνωτικά χάπια, που ήλπιζε να τον οδηγήσουν γρήγορα στον αιώνιο ύπνο, κτύπος ακούστηκε στην εξώθυρα από το μπρούτζινο ρόπτρο.

«Βρε που ο διάβολος να πάρει την γκαντεμιά μου… Μα ούτε να πεθάνω κατά πώς θέλω με αφήνουν;»

-Ποιος είναι ρε το κέρατό μου μέσααα;» Φωνάζει αγριεμένα.

-Άνοιξε άνθρωπέ μου και θα σου πω.

Ο Αγησίλαος ανοίγει την πόρτα και βλέπει έναν καθώς πρέπει κουστουμαρισμένο, μάλλον νέον άντρα, να κραδαίνει στα χέρια του κάτι κόλλες χαρτιού και να του λέει με απέραντο σεβασμό:

-Είστε ο κύριος Αγησίλαος Αγη…

-…σιλάου του Φώτη και της Αρσινόης, από την Άνω Πλαγιά…

-Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία…

-Αυτό ήρθες άνθρωπέ μου να μου πεις; Αν σου έλεγα ότι εγώ δεν χάρηκα καθόλου;

-Μα αυτά που εγώ ήρθα να σας πω αγαπητέ μου κύριε Τζόρα, όχι απλά θα χαρείτε αλλά θα το χάσετε…

-Άκου να σου πω φίλε, εγώ ό,τι είχα να χάσω το ‘χασα και άλλο τι δεν έχω.

-Και άλλο λάθος. Το μυαλό σου θα χάσεις αν ακούσεις αυτά που έχω να σου πω. Μα πες μου να μπω μέσα, γιατί όσο να ‘ναι εκεί μέσα μια καρέκλα θα βρεθεί να καθίσεις την ώρα που το μυαλό σου θα την κάνει από το κρανίο σου.

-Τώρα αν ελόγου σου περνάς τα λόγια σου γεμάτα χιούμορ, για δες με πόσο πολύ εγώ γελώ…

-Ε, λοιπόν κύριε Αγησίλαε του Φώτη και της Αρσινόης, τούτα τα χαρτιά που κρατώ, βεβαιώνουν, με το που ανοίχτηκε η διαθήκη του θείου σου του μακαρίτη Αγησιλάου του Δημητρίου και της Μαργαρίτας, ότι είσαι ο γενικός κληρονόμος του, μιας περιουσίας στον Καναδά, γύρω στα 500 ψωρο-εκατομ- μύρια δολάρια και βάλε… Στέκεσαι ακόμη όρθιος; Μωρέ μπράβο σου, γερό σκαρί.

-Άκου κύριε αποτέτοιε μου, πριν σε βουτήξω από το κολάρο και σου το  δώσω να το φας σε προειδοποιώ ότι η ζωή έπαιξε πρόστυχο παιχνίδι μαζί μου και με ξέκανε. Σε λίγο θα είμαι ή στην φυλακή ή κάπου χειρότερα. Σαν τι να φοβηθώ περισσότερο αν σου στρίψω το λαρύγγι;

-Ε όσο να ‘ναι το βιβλίο Γκίνες θα σε αναφέρει σαν μιαν απίστευτη περίπτωση ανθρώπου που ενώ τον ανεβάζουν στα ουράνια εκείνος επιμένει να προτιμά την άβυσσο και το τίποτα και λαρυγγώνει τον άνθρωπο που του  φέρνει τέτοια απίστευτα νέα.

-Επιμένεις ότι δεν είσαι μάγος;

-Το αντίθετο θα έλεγα. Ξεπερνώ σε καλούδια και τους τρεις ΓΝΩΣΤΟΥΣ ΑΝΑ ΤΙΣ ΧΙΛΙΕΤΙΕΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΟΥ.

Ελπίζω μόνον ότι όταν λάβεις στα χεράκια σου την περιουσία που σου άφησε ο Άγιος εκείνος θείος, να θυμηθείς και εμένα τον φτωχό. Τέτοια είδηση δεν θυμάμαι να ξανάφερα σε πελάτη, ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος συνάδερφος, άλλου Συμβολαιογραφείου στην μέχρι τώρα μίζερη ζωή μας.

-Έννοια σου και αν είναι αλήθεια τα όσα μου λες, ετοίμασε βαλίτσες. Φεύγουμε για Κάναντα και σε χρίζω γενικό επιστάτη της περιουσίας μου Κινητής και ακούνητης. Πάρε μαζί, γυναίκα, παιδιά, σκυλιά, γατιά και ό,τι άλλο σε ‘’ιά’’ διαθέτεις και ξεκινάμε μιαν άλλη ζωή. Εσύ είσαι που μου χάρισες αυτή τη νέα ζωή κυριολεκτικά και ίσως μια ημέρα σου πω το πώς  κατάφερες αυτό το θαύμα. Για στάσου. Τι είπα προηγουμένως; Επιστάτη; Βρε συνέταιρο σε χρίζω και φίλο γκαρδιακό. Με έσωσες, τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να κτυπήσω την τεράστια Πύλη του Άγιου Πέτρου. Δεν μου χάρισες πίσω τη ζωή μου μόνο, αλλά και το πώς να την απολαύσω. Πώς είπαμε πώς σε λένε συνέταιρε;

-Σωτήρη Σωτηρίου…

-Τα είδες; Παιχνίδια μας παίζει η τσαχπίνα η ζωή. Να μην παίξουμε και εμείς μαζί της;

Πάμε στο Συμβολαιογραφείο σας. Θα χρειαστούν υπογραφές και βούλες τόσο δικές μου όσο και δικές σου. Μόνο πρόσεξε, αν έστω και τα μισά από όσα μου είπες δεν είναι αλήθεια, τότε στην Πόρτα που σουύ έλεγα θα μπούμε παρεΐτσα».

-Μα για ποια πόρτα μου μιλάς αφεντικό;

-Γι’ αυτήν που έτσι και την διαβείς κλείνει πίσω σου και δεν ξαναβγαίνεις ποτέ…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη