«Η μυρωδιά του Θεού», ένα διήγημα της Νατάσσας Καραμανλή για τη δράση ‘Γράφουμε για το Πάσχα’

Η Ειρήνη σταμάτησε ξέπνοη στην άκρη του δρόμου.

Τα ψηλά τακούνια που είχε φορέσει για την συνέντευξη δεν την βοηθούσαν στην κατηφόρα,  ούτε και τα θολά της δάκρυα, που έτρεχαν πάνω στο λευκό της πουκάμισο.

Κάθισε στο πεζούλι μιας αυλής, όπου γιόρταζαν την άνοιξη δυο φουξ βουκαμβίλιες και έψαξε στην τσάντα της να βρει ένα χαρτομάντιλο, για να εξαφανίσει τα ίχνη των προδοτικών της ματιών.

Η παράξενη αυτή γειτονιά έμοιαζε με κοιμισμένη γαλέρα, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και οι στενές της αυλές με καταστρώματα πλοίων, φορτωμένα από χρώματα και αχτίδες αλλοτινών εποχών, που ταξίδευαν αναλλοίωτα μέσα στη θάλασσα του χρόνου.

Τα σπίτια φύτρωναν ανάμεσα σε κίτρινα και στεγνά χωράφια και τα χαμηλά δέντρα έριχναν ένα χλωμό ίσκιο στις παπαρούνες.

Το βλέμμα της σκάλωσε στο βάθος του ορίζοντα, όπου ο Θερμαϊκός γυάλιζε μέσα στην γαλάζια πάχνη του, νωχελικός αυτοκράτορας μιας δυναστείας ονειροπόλων κατοίκων κι οι γερανοί στο λιμάνι, τα παροπλισμένα του σκήπτρα, της έγνεφαν συγκαταβατικά.

Η Θεσσαλονίκη,ναρκωμένη από τις μυρωδιές της άνοιξης, χασμουριόταν στα πόδια της κι άλλαζε πλευρό, σαν αδέσποτος σκύλος που τεμπέλιαζε παιχνιδιάρικα, μόνο για να αιχμαλωτίσει για λίγο την προσοχή της.

Είναι κρίμα να με αποδιώχνει αυτή η πόλη, σκέφτηκε, να έχει γίνει τόσο σκληρή, που να μην έχει μία θέση να με χωρέσει.

Ακόμα μια συνέντευξη που είχε πάει στραβά, ακόμα μια ευκαιρία που δεν της χαρίστηκε.

Πώς θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι ακόμα ικανή, όταν κάθε υποψήφιος εργοδότης έκρινε τις δυνατότητες της, μόνο από τα στοιχεία της ταυτότητας;

Έτσι ζούσε περίπου ένα χρόνο τώρα, προσπαθώντας να τεκμηριώσει, πως στα σαράντα πέντε χρόνια της είναι ακόμα κατάλληλη για εργασία.

Κοίταξε στο τέλος της κατηφόρας τον τερματικό σταθμό των λεωφορείων και με λύπη διαπίστωσε, πως είχε μόλις χάσει το δικό της.

Της πήρε περίπου δέκα λεπτά για να φτάσει στο τέρμα, σαν ακροβάτης τσίρκου σε τεντωμένο σχοινί, που κοντράριζε τον κατήφορο με προσεκτικά βήματα στις μύτες των ταλαιπωρημένων της ποδιών.

Το ξύλινο παγκάκι ήταν άδειο και προστατευμένο από τον ήλιο και πίσω της, πάνω σε ένα μικρό ανάχωμα έξω από το σταθμαρχείο, αναπαύονταν πάνω από δυο ποτήρια με φραπέ, δυο οδηγοί.

Το ανάχωμα ήταν γεμάτο από χαμηλούς θάμνους και την είσοδο για το σταθμαρχείο στόλιζαν ακανόνιστες γλάστρες με ροζ και κόκκινες μολόχες, δίνοντας την εντύπωση πως οι άντρες απλά ξεκουράζονταν στην αυλή του σπιτιού τους, ίσως σχολιάζοντας την έκβαση κάποιου σημαντικού αγώνα.

Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά και η κίνηση είχε αραιώσει αρκετά, μόνο κάποια παιδιά με τις τσάντες ακόμα στους ώμους βημάτιζαν αργά προς την ανηφόρα κι ένα χρυσαφί σκυλί που ερχόταν προς το μέρος της.

Την πλησίασε δίχως φόβο, σαν να περίμενε πως θα την έβρισκε εκεί και με την υγρή του μύτη μύρισε τα παπούτσια της.

Έσκυψε και το χάιδεψε στη βάση του λαιμού του και τότε το σκυλί, με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε να ανταποδώσει το ενδιαφέρον της, σηκώθηκε όρθιο στα δυο του πόδια και την αιχμαλώτισε σε μια μαλλιαρή αγκαλιά.

«Ελπίδα, κάτω», ακούστηκε μια φωνή προς τα δεξιά της και το σκυλί μεμιάς κατέβηκε από τους ώμους της.

-Δεν με ενοχλούσε, ειλικρινά, απολογήθηκε διστακτικά η Ειρήνη και κοίταξε τον άντρα που είχε ξεστομίσει τη μαγική εντολή.

Ήταν ψηλός και αδύνατος, με γκρίζα γενειάδα και λευκά μαλλιά και τα μάτια του είχαν το χρώμα του κεχριμπαριού.

Φορούσε φαρδύ πουκάμισο και υφασμάτινο παντελόνι, που έμοιαζαν πως είχαν πλυθεί και είχαν στεγνώσει πάνω του για πολλά χρόνια, κάποτε πιθανόν λευκά, τώρα ένα ακαθόριστο γκρι χρώμα και τα πόδια του ήταν γυμνά.

Το σκυλί, θηλυκό τελικά, η Ελπίδα, στεκόταν δίπλα του σε στάση προσοχής και κοίταζε με αγάπη μέσα στα περίεργα μάτια του.

Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα παλιό ξύλο και μια γυαλιστερή γαλάζια κορδέλα, που πέρασε με άνεση γύρω από τον λαιμό της Ελπίδας.

-Μπορώ να καθίσω;

-Μα φυσικά, αποκρίθηκε η Ειρήνη και έδειξε με το χέρι τον άδειο χώρο δίπλα της.

-Ξέρεις, η Ελπίδα σε βρήκε γιατί την έψαχνες, είπε κι η φωνή του αντήχησε τόσο γνώριμη στα αυτιά της, σαν παλιό τραγούδι που είχε κάποτε μουρμουρίσει, μα δεν θυμόταν πια τα λόγια.

Παραξενεμένη στο άκουσμα αυτού του επιχειρήματος, μα και στην οικειότητα της άγνωστης φωνής, εκείνη γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον παρατήρησε διεξοδικά.

Αν και τα ρούχα του ήταν φανερά φθαρμένα, ίσως άπλυτα για καιρό, εντούτοις η μυρωδιά που ανέδυε το σώμα του δεν ήταν δυσάρεστη. Της θύμιζε κομμένο γρασίδι και ώριμα φρούτα, τον κήπο της γιαγιάς της μετά τη βροχή.

Ακόμα και τα γυμνά του πόδια ήταν παράταιρα καθαρά και περιποιημένα. Ήταν τα πόδια ενός ανθρώπου που περπατά στην αμμουδιά, που απολαμβάνει την κάψα της άμμου και την αλμύρα της θάλασσας για ένα εφήμερο καλοκαίρι.

-Όχι, δεν την έψαχνα, αλλά όντως με βρήκε, αποκρίθηκε και κοίταξε το ρολόι της.

-Κι όμως, πάντα ανακαλύπτει αυτούς που την χρειάζονται, πίστεψέ με. Και συ ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που ξέχασαν πως υπάρχει.

Ήθελε να συνεχίσει να είναι ευγενική, μα αυτή η συζήτησε δεν έβγαζε πουθενά. Στο μυαλό της ήδη σχηματίζονταν λέξεις που περιέγραφαν τον άνθρωπο που της μιλούσε με αυτούς τους γρίφους, λέξεις σκληρές όπως παράφρων, τρελός, γραφικός και ευχήθηκε να σταματούσε εκεί το περίεργο παιχνίδι των διαπιστώσεων.

-Δεν είμαι τίποτα από αυτά που σκέπτεσαι, σε βεβαιώνω, δεν είμαι τρελός, ούτε λοξός. Τα μάτια σου έχουν σημάδια από δάκρυα και τα δάκρυα σου κάλεσαν την Ελπίδα. Έχει ένα μοναδικό χάρισμα αυτό το ζωντανό, να ξετρυπώνει τους ανθρώπους που έχουν χάσει  το δρόμο τους. Και συ τον έχασες, έχεις απαρνηθεί την ελπίδα σου, έτσι δεν είναι;

Η Ειρήνη ένιωσε έναν λυγμό μέσα της να σπάει. Τα κομμάτια του έγιναν κόκκινα χαλίκια στο λαιμό της, που έσκασαν με δύναμη πάνω στο πρόσωπο που φιλούσε ο ήλιος της Άνοιξης και γέννησαν ένα πνιχτό αναφιλητό. Τα μάτια της πλημμύρισαν από λίμνες δάκρυα που δεν είχε κλάψει.

Λύγισε μπροστά  στα κίτρινα μάτια του ξένου και το γοερό της κλάμα έφερε την Ελπίδα για ακόμα μια φορά στα πόδια της.

-Τίποτα δεν αλλάζει κι όμως τα πάντα γύρω μου είναι διαφορετικά. Νιώθω πως κινούμαι στον ίδιο κύκλο, που μικραίνει όλο και περισσότερο και μέρα τη μέρα κλείνει και με κλειδώνει μέσα του. Είναι το θάρρος που έχασα, όχι την ελπίδα μου. Είναι οι μνήμες που με τυραννούν, μιας άλλης ζωής που φαντάζει τώρα σαν τη ζωή μιας ξένης, ενώ ήταν κατάδικη μου. Είναι οι προοπτικές που βλέπω να ανοίγονται σαν μαύρα στόματα ορθάνοικτα εμπρός μου, έτοιμα να με κατασπαράξουν. Δεν έχουν τίποτα νέο να μου δώσουν. Δεν έχω τίποτα όμορφο να προσδοκώ. Ο χρόνος είναι στο κατόπι μου κι εγώ είμαι πάλι στο μηδέν.

Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε τα σχέδια που είχε χαράξει στο χώμα.

Με το ξύλο του είχε σχεδιάσει τον αριθμό οκτώ, επαναλαμβανόμενο σε σειρές, χωρίς αρχή και τέλος, σαν κέντημα. Μια χωμάτινη μπορντούρα από σύμβολα που απλώνονταν γύρω από τα γυμνά του πόδια.

Δίχως να σηκώσει διόλου το βλέμμα από το παράδοξο εργόχειρό του, έδειξε με το ξύλο ένα σημείο ψηλά, πίσω από το ανάχωμα και είπε:

-Κάπου εκεί είναι το σπίτι μου. Το μέρος που διάλεξα να ζω, ελεύθερος από τις ανθρώπινες συμβατικότητες. Επέλεξα αυτό ανάμεσα σε όλα τα όμορφα μέρη αυτής της πόλης, γιατί εκεί μυρίζω το Θεό. Κι έτσι αισθάνομαι πως μπορώ να του μιλώ. Όπως μου μιλάει κι εκείνος μέσα από τα πολύτιμα δημιουργήματα του.

Θα σου αρέσει εκεί πάνω. Ο αέρας είναι πάντα δροσερός κι οι μυρωδιές της πόλης φτάνουν αχνές, απαλλαγμένες από την ανθρώπινη σκληρότητα. Σχεδόν αθώες, τρυφερές σαν παιδικά χαμόγελα.

Η πόλη μεταμορφώνεται σε όστρακο που ανοίγει κατά την επιθυμία μου και κλείνει πάλι με την δική μου προσταγή, για να κλειδώσει μέσα της ό,τι πονά τα μάτια μου.

Ό,τι θλίβει τη σκέψη μου. Ό,τι  μου στερεί τη  μυρωδιά του Θεού.

Εκεί θα ανακαλύψεις ξανά το θάρρος σου, την ελπίδα να συνεχίσεις, το σημάδι που αναζητάς. Να θυμάσαι πως η ελπίδα είναι μια γαλάζια κορδέλα κι η Ελπίδα σήμερα κέρδισε τη δική της.

Η σκυλίτσα μου κι εγώ, θα χαρούμε να σε ξεναγήσουμε στο ησυχαστήριό μας,  αν το θέλεις κι εσύ φυσικά.

Η χρυσαφένια σκύλα κούνησε χαρούμενη την ουρά της κι η Ειρήνη χαμογέλασε καθώς ψέλλιζε ευχαριστώ.

-Κυρία είστε καλά; Το λεωφορείο αναχωρεί σε δυο λεπτά, η φωνή του οδηγού διέκοψε τη σκέψη της και  εκείνη γύρισε βιαστικά το κεφάλι της προς τον παράδοξο ξένο, μα η θέση στο ξύλινο παγκάκι ήταν κενή.

Ο άντρας με τα κίτρινα μάτια είχε φύγει και δεν είχε προλάβει να ρωτήσει ούτε το όνομά του.

Έβγαλε από την τσάντα της το πρωινό κουλούρι που δεν είχε προλάβει να φάει και το έδωσε στην Ελπίδα, που την κοίταζε τώρα με το ίδιο παρακλητικό βλέμμα που είχε κοιτάξει τον άφαντο ιδιοκτήτη της.

Της χάιδεψε τα αυτιά και ανέβηκε στο λεωφορείο. Η σκύλα στεκόταν ακίνητη.

Πετρωμένη την κοιτούσε σαν μια φίλη που θα έχανε για πάντα, σκυθρωπή και τσακισμένη από το βάρος του αναπόφευκτου αποχωρισμού. Το κουλούρι στα πόδια της είχε μείνει ανέπαφο και η γαλάζια κορδέλα είχε λυθεί.

Η Ειρήνη επικύρωσε το εισιτήριο της και κάθισε στην αριστερή μεριά του άδειου λεωφορείου, έτσι ώστε να μην βλέπει τα παραπονεμένα μάτια της.

Ο οδηγός άναψε τη μηχανή και δοκίμαζε τις πόρτες με τη σειρά, ξεκινώντας από την τελευταία. Είχε φτάσει πια στην πρώτη πόρτα, όταν η σκύλα άρχισε να γαυγίζει δυνατά.

Ο οδηγός γέλασε και την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη.

-Είναι δικό σας το σκυλί κυρία; Είναι μπροστά στην πόρτα.

Σηκώθηκε αμέσως από τη θέση της και προχώρησε προς την κάθοδο, όπου η Ελπίδα, όρθια στο δυο της πόδια, ακουμπούσε με δύναμη πάνω στην κλειστή πόρτα και γαύγιζε με μανία.

-Λυπάμαι γι’ αυτό, δεν είναι δική μου. Ανήκει σε εκείνον τον κύριο με τα λευκά μαλλιά που καθόταν δίπλα μου νωρίτερα στο παγκάκι.

Ο οδηγός γύρισε και την κοίταξε δίχως να ανοίξει την πόρτα.

-Δεν είδα κάποιον δίπλα σας. Με το σκυλί κυρία τι θα γίνει; Γνωρίζετε πως δεν μπορεί να ανέβει εδώ.

-Σας είπα, δεν είναι δικό μου, ίσως έχασε τον ιδιοκτήτη του, γι’ αυτό γαυγίζει. Είπε πως μένει κάπου πάνω στο λόφο.

-Κανείς δεν μένει εκεί. Μόνο χωράφια είναι και δέντρα. Ερημιά.

-Ανοίξτε παρακαλώ, θα κατεβώ.

Ο οδηγός έκανε μια γκριμάτσα και η Ειρήνη κατέβηκε το  σκαλοπάτι κι έπεσε μέσα στην αγκαλιά της Ελπίδας.

Μάζεψε το κουλούρι που της τάισε στο στόμα, μπουκιά-μπουκιά και έδεσε τη γαλάζια κορδέλα σε έναν σφιχτό κόμπο.

Εντόπισε με το βλέμμα της τον δεύτερο οδηγό που καθόταν μπροστά στο τραπέζι και βάζοντας το χέρι αντήλιο ρώτησε:

-Συγγνώμη, μπορείτε να μου πείτε πού θα βρω τον ιδιοκτήτη αυτού του σκύλου;

Είναι ο ξυπόλητος κύριος που ήταν εδώ νωρίτερα. Αυτός με τα ξεβαμμένα ρούχα.

Ο άντρας σηκώθηκε όρθιος και έκανε δυο βήματα προς το μέρος της.

-Το σκυλί είναι αδέσποτο κυρία, δεν έχει πια ιδιοκτήτη. Περιφέρεται μόνο του εδώ και καιρό.

-Μα ήταν με τον κύριο που σας περιέγραψα, μαζί του. Δεν μπορεί να μην τον προσέξατε.

-Ακούστε κυρία μου, δεν ήταν κανείς άλλος εδώ, εκτός από εσάς και το σκυλί.

Άρα, μάλλον εσείς είστε τώρα  η ιδιοκτήτρια.

Ένιωσε τα μάγουλα της να καίνε και η κάρδια της χοροπηδούσε σε έναν τρελό χορό.

-Δε μπορεί, ήταν εδώ, τον μύριζα.

Ήξερε πολύ καλά τι είχε δει και ήταν σίγουρη πως οι δυο άντρες, προφανώς,την κορόιδευαν.

Ο ήλιος έκαιγε το κεφάλι της  και είχε μόλις χάσει ακόμα ένα δρομολόγιο προς το σπίτι της. Ένιωθε μια ελαφριά ζάλη από την πείνα και ήταν έτοιμη  να καθίσει πάλι στο παγκάκι, όταν η σκύλα τρίφτηκε πάνω της και μετά την κοίταξε στα μάτια, καθώς απομακρυνόταν από δίπλα της.

-Τι είναι Ελπίδα; Τι θέλεις να μου πεις;

Η Ειρήνη κατάλαβε πως η Ελπίδα είχε βάλει ρότα προς τον ιδιοκτήτη της, έτσι ακολούθησε διστακτικά το σινιάλο της.

Ακόμα μια ανηφόρα την περίμενε και αυτή τη φορά σε χωματόδρομο.

Σήκωσε το κεφάλι προς την Ελπίδα που είχε σταθεί στη μέση της διαδρομής και την καρτερούσε.

-Ας  είναι, πάμε λοιπόν.

Ο δρόμος στένευε λίγο παραπάνω και τα δέντρα πύκνωναν. Το μονοπάτι οδηγούσε όλο και πιο ψηλά στο λόφο και κατέληγε σε ένα ξέφωτο.

Σταμάτησε λαχανιασμένη και ελευθέρωσε τα πόδια της από τα σφιχτά παπούτσια.

Η σκύλα είχε ξαπλώσει κατάκοπη και η Ειρήνη κατάλαβε ότι εκείνο ήταν το σημάδι, για να της δείξει πως είχαν φτάσει στο τέρμα της πορείας τους.

Βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο χωράφι, σχεδόν τετραγωνισμένο, το τέλος του οποίου φαινόταν να βουτά στο κενό.

Την άκρη της πλαγιάς αριστερά, στόλιζαν δυο φουντωτές καρυδιές και το έδαφος ήταν ένα απαλό χαλί από χαμομήλια.

Πλησίασε στις καρυδιές και κοίταξε κάτω, στο χείλος της πλαγιάς όπου στεκόταν.

Ένιωθε πως είχε φτάσει σε έναν χωμάτινο φάρο, από όπου είχε την πολυτέλεια να βλέπει τα πάντα δίχως να γίνεται αντιληπτή και να θαυμάσει ότι δεν είχε την δυνατότητα να αγγίξει.

Ο Λευκός Πύργος, τα Κάστρα, το λιμάνι, το Μέγαρο Μουσικής κι  η νέα παραλία έλαμπαν σαν καινούρια παιχνίδια κι ο γαλήνιος Θερμαϊκός νανούριζε χάρτινα καραβάκια με όνειρα.

Το μαγεμένο βουνό των Θεών έσκιζε τη γραμμή του ορίζοντα και φανερωνόταν υπέρλαμπρο ανάμεσα στα σύννεφα.

Η Θεσσαλονίκη εξαγνιζόταν στα έκπληκτα μάτια της και χρίζονταν για μια ακόμη φορά βασίλισσα της καρδιάς της.

Κάθισε στη σκιά των καρυδιών και η σκύλα κούρνιασε δίπλα της.

Αφουγκράστηκε τους ψίθυρους της πόλης, τις βαριές ανάσες των ανθρώπων, τα παιχνίδια των παιδιών.

Ανέπνευσε βαθιά τη γαλήνη του τοπίου στην αύρα της άνοιξης. Τα ρουθούνια της γέμισαν από τη μυρωδιά φρέσκιας γης, των πρώιμων αμυγδαλιών και των πυκνών θάμνων.

-Είχε δίκιο τελικά, κάπως έτσι πρέπει να μυρίζει ο Θεός,  είπε και αγκάλιασε την Ελπίδα.

Ακόμα κι αν ο παράξενος άντρας ήταν απλά και μόνο ένα δημιούργημα της φαντασίας της, ή ένα τέχνασμα του μυαλού της ενάντια στους φόβους της, η αλήθεια που κρυβόταν στα λόγια του, είχε αποκαλυφθεί  καθηλωτική μπροστά της.

Σε αυτή την ξεχασμένη γειτονιά, σε τούτο το έρημο χωράφι, η Ειρήνη είχε ανακαλύψει  και πάλι, τη μυρωδιά του Θεού.


Το διήγημα “Η μυρωδιά του Θεού” της συγγραφέως κας Νατάσσα Καραμανλή, παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη