Σε θεώρησα πεπρωμένο φυσικό
ενός φεγγαριού παρόρμηση.
Τις νύχτες σε ζωγράφιζα
φωτάκι μαγικό.
Σ’ ένα λεύκωμα σε κράτησα
είδωλο λατρευτικό.
Σαν προϊστορίας γέννα…
που σκάλωσε σ’ ένα παρόν κουβάρι.
Και να σε ξετυλίξω πώς;
Όχι… Προτίμησα μια λύσσα, που σκοτώνει με ιλίγγους τους μύθους.
Ω όνειρά μου Κύκλωπες σε μονόφθαλμους ορίζοντες.
Πάλι σκόνταψα…
Πάλι μονολογούν τα παραμύθια για μακρινές μεταμφιέσεις.
Χαμένες στα Δουνάβια ορυκτά
των βρασμών μιας ίριδας.
Λατρεμένη μου θεά κι αυτή,
Ηττήθηκες απ’ τις κοσμογονίες.
Σημάδι ανωριμότητας των πόθων.
Γι’ αυτό σ’ έκλεισα
σε μια μπρούντζινη κορνίζα,
αυτή των εισαγωγικών.
Να’ χει ο λόγος μια βαρύτητα
στο τελευταίο οχυρό σου.
Σ’ έχτισα ασάλευτη οπτασία
στις μυστικές γωνιές
του πρίγκηπα Πόε!
Γέμισα ρωγμές τους τοίχους…
Μάρτυρες… να σε κοιτούν… Έτσι…
Έτσι απλά για να με λέω… πόνο.
Απλό είναι αυτό, Ασημίνα; Μπα! Το λένε “πόνο”! Μού άρεσε..
Υπέροχο το ποίημά σου, γλυκιά μου Ασημίνα, συγχαρητήρια! Έτσι απλά… με άγγιξε μέχρι δακρύων!