«Εκεί στο Νότο», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Ξημερώματα τον βρήκανε πάλι στο πεζούλι  ξαπλωμένο κι αναίσθητο. Πάλι μου χτυπήσανε την πόρτα τα χαράματα οι γείτονες για να πάω να τον μαζέψω. Πάλι πήγε η καρδιά μου στην κούλουρη απ’ το φόβο μήπως μου τον φέρουνε πεθαμένο. Αυτός ο φόβος μού τρώει τα σωθικά κάθε μέρα, λίγο λίγο. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα που λείπει απ’ το σπίτι. Μονάχα όταν είναι εδώ είμαι ήσυχη. Κι ας κλειδώνεται στο δωμάτιο μονάχος του με τις ώρες. Κι ας μην αλλάζουμε κουβέντα. Μονάχα τότε μπορώ να ηρεμήσω.

Τελευταία έχει αλλάξει πολύ. Δε τρώει δε κοιμάται δε πλένεται. Μαζί μ’ αυτόν κι εγώ. Πού θα μας βγάλει αυτό το μαρτύριο; Πόσο θ’ αντέξω κι εγώ να τρέχω ξοπίσω του να τον μαζεύω; Με την ψυχή στο στόμα και στα πόδια φτερά πρόλαβα το κακό το περασμένο μήνα. Τον είχανε στριμώξει δυο τρεις αλήτες τού σιναφιού του και τον βαράγανε αλύπητα. Δεν είχε να τους πληρώσει τη δόση που του δώσανε. Έτρεχα σαν την αλλοπαρμένη και τους φοβέριζα φωνάζοντας από μακριά να τον αφήσουνε. Σιγά μη φοβηθήκανε. Συνεχίσανε να τον κλωτσάνε στη κοιλιά, στα πόδια, στο κεφάλι και να τον φοβερίζουνε πως θα τον θάψουνε ζωντανό αν δε τους πάει τα λεφτά που τους χρωστάει. Η καρδιά μου εμένα έτοιμη να σπάσει, να πεταχτεί απ’ το στήθος για να φτάσει πρώτη κοντά του. Τον παρατήσανε τα ρεμάλια γελώντας μόλις όρμησα καταπάνω τους να τους βγάλω τα μάτια απ’ την ταραχή μου. Κι ύστερα έπεσα στα γόνατα και  τον πήρα στην αγκαλιά μου να τον συνεφέρω. Ούτε που με κατάλαβε που του μίλαγα. Τα αίματα τρέχανε στο πρόσωπό του κι είχε κουλουριαστεί απ’ τους πόνους.  Ευτυχώς που το επεισόδιο συνέβη δυο στενά κάτω απ’ το σπίτι μας και τους πήρε χαμπάρι ο κόσμος τριγύρω και με ειδοποίησανε αμέσως. Με βοηθήσανε δυο άντρες να τον βάλουμε στ’ αυτοκίνητο τού φούρναρη. Καλός άνθρωπος, μας συμπονάει. Ως και ψωμί μού στέλνει και τυρόπιτες, κάποιες φορές που κάνω μέρες να περάσω απ’ το μαγαζί του. Μας έχει στο νου του.

Εκείνη τη φορά έκανε τρεις μέρες να συνέρθει. Κι ο άχρηστος ο πατέρας του άφαντος ακόμα. Του έτριξε τα δόντια, τις προάλλες, ο γαμπρός μου να συμμορφωθεί κι από τότε εξαφανίστηκε. Ούτε που τον καίει για το παιδί. Πού τρώει, πού πίνει κι αυτός ο άσωτος; Μονάχα την αδερφή μου έχω και τον άντρα της που με συντρέχουνε. Να ’ναι καλά ο κόσμος. Αυτό το παιδί θα με πεθάνει εμένα. Η έννοια του θα με φάει. Μακάρι να πάω πρώτη και να μη ζήσω να δω τα χειρότερα. Γιατί τα χειρότερα θα ’ρθουνε σίγουρα, έτσι όπως πάει. Τα βράδια που μένω ξάγρυπνη για χατίρι του, παρακαλάω το Θεό να μου δώσει μια ανακοπή να μείνω στον τόπο. Τι τη θέλω τέτοια ζωή; Να μην ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο; Κάθε τρεις και λίγο τρέχω κι ακουμπάω τ’ αυτί μου στη πόρτα του και κρατάω την ανάσα μου για να πιάσω έναν ήχο από μέσα, ένα θόρυβο, κάτι που να με σιγουρέψει πως είναι ακόμα ζωντανός. Κλειδαμπαρώνεται στο δωμάτιο και κλαίει. Υποφέρει και βογκάει και παραμιλάει. Όλο παραισθήσεις έχει. Όλο στο κόσμο του βρίσκεται. Τα μάτια του όταν σε κοιτάνε είναι σα να μη σε βλέπουνε. Πού κοιτάνε και τι βλέπουνε ήθελα να ’ξερα αυτά τα μάτια;

Κακοπερασμένο παιδί. Μεγαλωμένο μες στη φτώχεια και στη γκρίνια. Τι να σου κάνει; Όταν σκοτωνόμασταν με τον πατέρα του και κοιτάγαμε πώς να βγάλουμε ο ένας τα μάτια τ’ αλλουνού, εκείνο χωνότανε κάτω απ’ το τραπέζι απ’ το φόβο του και μου τράβαγε το φουστάνι με το χεράκι του για να σταματήσω να φωνάζω. Αργότερα, σα μεγάλωσε, έβαζε τέρμα τη μουσική  στο δωμάτιο για να μη μας ακούει. Αγανάχτησε. Μας βαρέθηκε η ψυχούλα του.

Όταν καμιά φορά συνέρχεται και με βλέπει να κλαίω, στενοχωριέται. Μια φορά  ήρθε και μ’ αγκάλιασε και τα χέρια του τρέμανε. Θα προσπαθήσω ρε μάνα μονάχα για σένα, τραύλισε σα να ’τανε πιωμένος. Ούτε να μιλήσει σωστά δε μπορεί.  Δε θέλω να κλαις για μένα, είπε και τα μάτια του τρέχανε βρυσούλες. Κι ύστερα έφυγε ξανά κι έκανε μέρες να φανεί.

Πήρα τότε το λεωφορείο για να πάω στο Μενίδι. Εκεί που μου ’πανε πως μαζεύονται όλοι για να πάρουνε τη δόση τους. Δεν ήτανε η πρώτη φορά. Έχω μάθει πια και τις οδούς που συχνάζουνε λες κι είναι η γειτονιά μου.  Κατέβηκα στην οδό Βαρέλα και τα μάτια μου σαρώνανε με αγωνία κάθε γωνιά, μη τύχει και τον προσπεράσω. Ανέβηκα την Μπόσδα κι έπεσα πάνω σε μια παρέα που αλλάζανε χρήματα με σακουλάκια. Είκοσι ευρώ το ένα γραμμάριο, άκουσα έναν απ’ αυτούς να λέει στον άλλονα που περίμενε με τα λεφτά στο χέρι. Συνέχισα το δρόμο μου σα χαμένη. Έστριψα στην οδό Δροσίνη, κατέβηκα τη Βαρουσίων. Τίποτα. Άφαντος ο δικός μου.

Ένας κόμπος δέθηκε η καρδιά μου ξανά με τις εικόνες που αντίκρισα. Νέα παιδιά μισολιπόθυμα να σέρνονται στους δρόμους. Να σε κοιτάνε και να μη σε βλέπουνε. Νέα παιδιά που θα ’πρεπε να τρώνε τη ζωή με το κουτάλι, ν’ αρμέγουνε το φως του ήλιου στα νησιά, να ερωτεύονται και να τραγουδάνε, νέα παιδιά κυλιόντουσαν κατάχαμα βυθισμένα στο λήθαργο του θανάτου. Στη πλατεία, δίπλα απ’ το εκκλησάκι της Αγίας Μαύρας, δυο απ’ αυτά κάθονταν κουλουριασμένα σ’ ένα παγκάκι. Σίμωσα κοντά τους να δω το πρόσωπό τους. Ούτε που κουνηθήκανε. Μπήκα στην εκκλησιά τρεκλίζοντας σα μεθυσμένη ν’ ανάψω ένα κερί, να τον φωτίσει ο Θεός να γυρίσει σπίτι. Άναψα κι άλλο ένα για όλα τα παιδιά που σέρνονταν αναίσθητα εκεί έξω. Και για τις μανάδες τους που  περνάνε το ίδιο μαρτύριο με μένα. Μονάχα αυτές με νιώθουνε. Ασήκωτος αυτός ο σταυρός ο δικός μας.

Συνέχισα να περπατάω στην οδό Δημοκρατίας για να φτάσω στη στάση του λεωφορείου. Εκεί από πίσω σ’ ένα μαντρωμένο χωράφι γίνεται πανικός. Μπαινοβγαίνουνε συνέχεια τοξικομανείς. Στέκομαι και κοιτάω από μακριά μήπως και διακρίνω τη φιγούρα του. Δίπλα μου τρεις μαστουρωμένοι ανταλλάσσουνε ουσίες και χρήματα. Ένας απ’ αυτούς με κοιτάζει παράξενα και με ρωτάει τι γυρεύω εκεί. Δεν του δίνω σημασία. Συνεχίζω το δρόμο μου.

Καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω είναι η στάση Τελωνείο. Ίσα που προλαβαίνω ν’ ανέβω στο λεωφορείο. Ρίχνω μια ματιά στις πίσω θέσεις. Ένα παλικάρι δυο μέτρα με γλαρωμένα μάτια απ’ τη μαστούρα του, στρίβει χασίς και με λοξοκοιτάει περίεργα. Δυο τρια πρεζάκια χασκογελάνε και λένε βρωμόλογα σε δυο κορίτσια που κάθονται μπροστά τους. Πιάνω μια θέση στα μπροστινά καθίσματα. Κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα. Πού να πάω τώρα, αναρωτιέμαι σα χαμένη. Στην επόμενη στάση ετοιμάζονται να κατέβουνε οι κοπέλες. Περνάνε από μπροστά μου. Το κινητό τής πρώτης χτυπάει δυνατά κι ένα τραγούδι ξεχύνεται μες στο σκοτάδι. ‘’Εκεί στο Νότο που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο…’’  Είναι το αγαπημένο του τραγούδι. Τα λόγια του γρατζουνάνε την ψυχή μου. Ο πόνος μου φουντώνει και ξεχειλίζει μέσα απ’ τις λέξεις του. Τα μάτια μου τρέχουνε. ‘’Σαν άδειο κάθισμα ταξίδεψα για χρόνια, ψάχνοντας να βρω το κατάλληλο κορμί… ’’ ψυθιρίζω σ’ όλο το δρόμο σα σαλεμένη.

Το λεωφορείο σταματάει. Έφτασε στο τέρμα του. Ο οδηγός σηκώνεται κι ελέγχει τις θέσεις. ‘’Κυρία φτάσαμε στο τέρμα. Θα κατέβετε επιτέλους;’’ Με ρωτάει φανερά εκνευρισμένος με την απάθειά μου. Σηκώνομαι σαν υπνωτισμένη. Κατεβαίνω. Στέκομαι μπροστά στη στάση και ψάχνω με το βλέμμα ποιον δρόμο να διαλέξω και πού να πάω δίχως τη σκιά του. Παίρνω το δρόμο για το σπίτι με την ελπίδα να ’χει γυρίσει και συνεχίζω να μουρμουρίζω μες στο σκοτάδι το σκοπό του τραγουδιού. ‘’Ποια πόλη, ποια χώρα ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα…’’

Πάλι με ψάχνει. Πάλι μου ’πανε πως έχει πάρει τους δρόμους και με ψάχνει. Όταν μου το κάνει αυτό τρελαίνομαι. Θέλω να εξαφανιστώ. Να γίνω αόρατος και να πετάξω μακριά. Πολλές φορές μου έχει περάσει απ’ το μυαλό ν’ ανέβω σ’ ένα πλοίο και να φύγω. Χωρίς προορισμό. Όπου με βγάλει. Κάθομαι με τις ώρες στην αποβάθρα και χαζεύω τα πλοία που σηκώνουνε άγκυρα και φεύγουνε.

Μονάχα τη μάνα μου σκέφτομαι και δεν το κάνω. Μονάχα αυτή με κρατάει πίσω. Κανέναν άλλον. Ούτε τον εαυτό μου. Η ματιά της με σφάζει κάθε φορά που με χαϊδεύει. Πόση αγάπη χωράνε αυτά τα μάτια; Πόση αγάπη και πόσο πόνο;

Τελευταία δε μιλάμε καθόλου. Κοιταζόμαστε και δε μιλάμε. Στα μάτια της διαβάζω όλα όσα αισθάνεται. Διαβάζω το πόσο υποφέρει και τρελαίνομαι.

Έχω μια βδομάδα να πατήσω σπίτι και τα ’χει παίξει σίγουρα η κακομοίρα. Γι’ αυτό πήρε τους δρόμους πάλι. Εκεί που σκέφτομαι να γυρίσω, εκεί ξανά το μετανιώνω και προτιμάω να τη βγάλω σε κάνα γιαπί με φιλαράκια, παρά να γυρίσω πίσω. Μακριά τους είμαι ήρεμος. Η μάνα δε μου φταίει σε τίποτα. Πληρώνει  τα σπασμένα αυτουνού.

Όταν παίρνω τη δόση μου είμαι καλά. Πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Βυθίζομαι και κολυμπάω σε καταγάλανα νερά. Ανοίγω τα φτερά μου και πετάω στον ουρανό συντροφιά με τα πουλιά. Τραγουδάω. Χορεύω. Γελάω. Είμαι ευτυχισμένος. Όταν ξεμένω από λεφτά και δεν έχω να πάρω τη δόση τρελαίνομαι. Τριγυρίζω στους δρόμους σα χαμένος και ψάχνω απεγνωσμένα. Οι πόνοι της στέρησης είναι φρικτοί.  Σέρνομαι. Σπαράζω σαν το ψάρι όταν το βγάζουνε απ’ το νερό. Δαγκώνω τα ρούχα μου και ουρλιάζω απ’ τους πόνους. Το σώμα μου τρέμει κι ο ιδρώτας κυλάει πάνω μου σα να ψήνομαι στον πυρετό. Ένα αληθινό μαρτύριο. Εκείνες τις ώρες δε θέλω να είμαι κοντά της. Δε θέλω να πονάει κι αυτή μαζί μου. Δε φταίει σε τίποτα να υποφέρει για χάρη μου.

Σα συνέρχομαι κι ανοίγω τα μάτια μου, πάντα εκείνη βλέπω από πάνω μου. Πάντα αυτή με γυρνάει πίσω στη ζωή. Τότε θυμώνω μαζί της. Θέλω να ουρλιάξω να με παρατήσει ήσυχο. Να μ’ αφήσει να τελειώνω. Να φύγω θέλω. Μα σκέφτομαι όσα έχει περάσει για χάρη μου και σωπαίνω. Τότε που όρθωνε σα βράχος το σώμα της μπροστά μου για να μη με πειράξει εκείνος. Κι ύστερα τις έτρωγε αυτή αντί για μένα. Τότε που κρυβόμουνα κάτω απ’ το τραπέζι για να γλιτώσω απ’ το βαρύ του χέρι, που μονάχα καρπαζιές ήξερε να μοιράζει. Κι ύστερα ερχότανε εκείνη και με τραβούσε απαλά να βγω έξω. Μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της και μουρμούριζε συνεχώς τραγούδια για να με ηρεμήσει. Σα βράχος στάθηκε όλη της τη ζωή στο πλάι μου. Η πιο δυνατή απ’ όλους μας. Πού κρύβεται τόση δύναμη μέσα της; Από πού αντλεί τόσο κουράγιο και συνεχίζει να με νταντεύει σα μωρό;

Αυτός ευθύνεται για όλα. Αυτός φταίει για τη κατάντια μας. Για τη ζωή μας που πήγε στράφι. Για το δηλητήριο που κυλάει στις φλέβες μου και για τη μάνα μου που γέρασε πρόωρα. Μεγάλωνα κι η μοναδική σκέψη που μ’ έτρωγε κάθε μέρα ήτανε πώς να την απαλλάξω απ’ αυτό το μαρτύριο. Ή που θα τον σκότωνα ή που θα έπαιρνα τους δρόμους για να μην ακούω τους καβγάδες τους και το ξύλο που της έριχνε κάθε τρεις και λίγο. Μια μέρα που σήκωσα το χέρι μου να τον χτυπήσω, δε πρόλαβα. Μπήκε ξανά ανάμεσά μας εκείνη για να μας χωρίσει. Τότε κατάλαβα πως αυτό τη στενοχωρούσε ακόμα πιο πολύ. Και διάλεξα να πάρω τους δρόμους. Να γυρνοβολάω μέρα νύχτα. Στη πρέζα βρήκα διέξοδο και καταφύγιο. Μονάχα τότε καταφέρνω να μη σκέφτομαι. Μονάχα τότε καταφέρνω να μη θυμάμαι.

Χθες βράδυ τη βρήκα να κλαίει στο άδειο κρεβάτι μου. Είχε πάρει αγκαλιά το μαξιλάρι κι έκλαιγε βουβά. Είχε βάλει και το σι ντι να παίζει, αυτό που έβαζα πάντα τέρμα για να μην ακούω τους καβγάδες τους. ‘’Ποια πόλη ποια χώρα ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα…  Σωπαίνεις, θυμάσαι και μεθυσμένη μες στον ύπνο σου γελάς…’’ Το κορμί της διπλωμένο στα δυο. Δε με κατάλαβε που μπήκα στο δωμάτιο. Πρόλαβα και βγήκα προτού με πάρει χαμπάρι και ξαναπήρα τους δρόμους σφυρίζοντας το σκοπό του τραγουδιού που μας σημάδεψε και τους δυο. ‘’Εκεί στα φώτα έβρισκε η νύχτα τα σημάδια της τα πρώτα, είχα ξεμείνει από τσιγάρα και συμπόνια κι εσύ με κέρασες καπνό μ’ ένα φιλί… Εκεί στο Νότο που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο…’’

 

Ακούστε το τραγούδι ‘Εκεί στο Νότο’

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη