«Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

-Κυρία Κατερίνα… Τι κάνετε; Πόσα χρόνια! Με θυμάστε; Η Μαρία είμαι… συνέχισε με τη γλυκιά φωνή της η κοπέλα να μου μιλάει και να προσπαθεί να μου εξηγήσει ποια είναι.

Ήμουνα σκυμμένη πάνω απ’ τη μητέρα μου και της μιλούσα για να την ηρεμήσω. Η Μαρία ήρθε κοντά μας ντυμένη στα λευκά για να της προσφέρει τις πρώτες βοήθειες μέχρι να έρθει ο γιατρός. Όταν μου μίλησε της έπαιρνε την πίεση με τα ακουστικά περασμένα στα αυτιά της. Ένα πλατύ χαμόγελο είχε στολίσει τα χείλια της, το οποίο προφανώς εκδήλωνε τη χαρά της για την απροσδόκητη συνάντηση. Παρέμεινα να περιεργάζομαι το όμορφο μελαμψό της πρόσωπο, κάνοντας φοβερή προσπάθεια μες στη σύγχυσή μου να ανακαλέσω στη μνήμη μου τη γνωριμία μας. Ο γιατρός έφτασε και μου ζήτησε να περάσω έξω για να εξετάσουν τη μητέρα μου. Με καθησύχασε για την υγεία της αφού είχε τις αισθήσεις της και μου είπε πως θα με φωνάξουν σε λίγο για ενημέρωση.

Η κοπέλα ήρθε πλάι μου για να με συνοδέψει. Με βεβαίωσε με την τρυφερή φωνή της πως θα με καλέσει αυτή σε λίγο και με ρώτησε ξανά με μια μικρή αγωνία κρεμασμένη στο βλέμμα της. ‘’Με θυμηθήκατε τελικά; Η Μαρία είμαι, απ’ τον καταυλισμό των τσιγγάνων. Μου είχατε πάρει συνέντευξη κάποτε…’’ συμπλήρωσε κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω μου. Έμεινα άναυδη να κοιτάζω την πόρτα σαν χαμένη. Η μελαχρινή ομορφιά της ξύπνησε την κοιμισμένη μνήμη μου και με ταξίδεψε στο παρελθόν. Ήταν η Μαρία. Το δωδεκάχρονο κοριτσάκι απ’ τον καταυλισμό του Δενδροπόταμου Θεσσαλονίκης. Μια από τις πρώτες μου συνεντεύξεις στην εφημερίδα. Πριν πόσα χρόνια; Αναρωτήθηκα σιωπηλή και κάθισα στις καρέκλες έξω από τα επείγοντα για να πάρω μια ανάσα από την έκπληξη αλλά και να ηρεμήσω λίγο απ’ την αγωνία για την υγεία της μητέρας μου. Η σκέψη μου πέταξε χρόνια πίσω, σ’ εκείνο το πρώτο μας ραντεβού με την όμορφη μικρή τσιγγάνα.

‘’-Λοιπόν;

-Τι να πω; Κι άλλα να πω; Στα είπα όλα.

-Συμφωνείς να τα πάρουμε απ’ την αρχή και να γράψω τη φωνή σου εδώ, σ’ αυτό το κασετοφωνάκι;

-Δε με πειράζει.

-Πάμε τότε… Είσαι η Μαρία και είσαι δώδεκα ετών. Κάνεις μαθήματα εδώ και τρια χρόνια στα παιδιά του καταυλισμού, μου είπανε οι δικοί σου. Εσύ πώς έμαθες να διαβάζεις τόσο καλά;

-Η αδερφή μου μού έμαθε το αλφάβητο και μετά εγώ μόνη μου άρχισα να διαβάζω τα πάντα.

-Η αδερφή σου πήγαινε σχολείο;

-Ναι πήγαινε αλλά το σταμάτησε για να παντρευτεί.

-Πόσο χρονών παντρεύτηκε;

-Δεκατρία.

-Μικρή δεν ήταν για να παντρευτεί;

-Όχι. Έτσι είναι τα δικά μας έθιμα. Παντρευόμαστε σ’ αυτή την ηλικία.

-Θα παντρευτείς κι εσύ δηλαδή του χρόνου;

-Όχι, εγώ θα πάω Γυμνάσιο. Θέλω να σπουδάσω.

– Πού τα έβρισκες τα βιβλία;

-Πήγαινα στα σχολεία και τα ζητούσα απ’ τις δασκάλες αλλά μου έδινε κι η αδερφή μου τα δικά της.

-Και πώς κατάφερες να διαβάζεις εδώ χωρίς φως;

-Τα κατάφερνα. Μου αγόρασε ο μπαμπάς μου ένα φακό.

-Και μαζεύεις όλα τα παιδιά για να τους κάνεις μάθημα;

-Ναι κάθε μέρα. Τα αγόρια δεν έρχονται, βαριούνται αλλά τα κορίτσια μαθαίνουν.

-Πόσα παιδιά είστε;

-Σαράντα και βάλε…

-Γιατί δεν πας σχολείο κι εσύ όπως πήγαινε η αδερφή σου; Εκεί θα μάθεις σίγουρα περισσότερα γράμματα. Μπορεί και να σπουδάσεις κάποια μέρα αν τα αγαπάς τόσο πολύ.

-Θα πήγαινα αλλά αλλάξαμε καταυλισμό και δεν περνάει από δω λεωφορείο πια. Δε μ’ άφηνε όμως κι η μαμά μου. Έφυγε η μεγάλη μου αδερφή κι έπρεπε να προσέχω εγώ τα αδέρφια μου. Αλλά του χρόνου, μου είπε ο μπαμπάς μου πως θα μ’ αφήσει να πάω Γυμνάσιο.

-Πόσα αδέρφια έχεις;

-Έξι. Τρία κορίτσια και τρία αγόρια είμαστε. Τώρα που έφυγε η Παναγιώτα είμαστε πέντε. Τα άλλα είναι μικρότερα όλα από μένα, γι’ αυτό τα προσέχω. Η μαμά μου βοηθάει τον μπαμπά μου στη δουλειά κάθε μέρα.

-Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;

-Παλιατζής είναι. Αγοράζει και πουλάει παλιά πράγματα.

-Για πες μου τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

-Δασκάλα σίγουρα. Μπορεί όμως και γιατρός ή τραγουδίστρια.

-Μου είπανε πως έχεις και πολύ ωραία φωνή. Θα μου πεις ένα τραγούδι;

-Θα σου πω… Ποιο θέλεις;

-Ποιο τραγούδι σ’ αρέσει πολύ;

-Το Εντερλέζι. Είναι παραδοσιακό δικό μας. Είναι μια γιορτή για την άνοιξη που κάνουμε εμείς. Το λέει και μια μπαλαμή, η Πρωτοψάλτη κι επειδή μ’ αρέσει το έμαθα απέξω και στη δικιά σας γλώσσα.  Στα Ελληνικά λέγεται ‘’Του Αη Γιώργη’’ αλλά δεν έχει τα ίδια λόγια με το Εντερλέζι το δικό μας.

-Το τραγούδι δηλαδή  αναφέρει τον Αη Γιώργη. Πιστεύετε κι εσείς σ’ αυτόν τον άγιο;

-Πώς δεν πιστεύουμε; Και στην Παναγιά που μας φυλάει. Είμαστε Χριστιανοί ορθόδοξοι οι περισσότεροι. Μονάχα στην εκκλησιά δεν πάμε επειδή μας αρέσει να κοιμόμαστε λίγο παραπάνω. Εκεί που ήμασταν πριν, είχαμε και παπά που λειτουργούσε, δικός σας παπά μπαλαμό. Ήτανε πολύ καλός, μας αγαπούσε πολύ εμάς τα παιδιά.

-Το τραγούδι ‘’ο μπαλαμός’’ δε σ’ αρέσει;

-Πώς δε μ’ αρέσει… μ’ αρέσει πολύ, αλλά επειδή μιλάει για σας δεν ήθελα να το πω. Έχει πολύ ωραία λόγια κι αυτό.

-Εγώ αυτό θέλω να μου πεις που το ξέρω κι εγώ, για να το καταλάβω καλύτερα.

 -Θα στο πω τότε…


Ακούστε το τραγούδι ‘Το τραγούδι των γύφτων (ο μπαλαμός)’


‘’Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα,  δε θα με χάσει καμιά πατρίδα

και με τα χέρια μου και την καρδιά μου  φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου.

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό και το λουμνό τ’ αφεντικό

νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό…

Δυο κόσμοι, δυο φυλές, δυο κουλτούρες και δυο χρώματα

πάνω στην ίδια γη, βήματα στα ίδια χώματα

σ’ αυτά που μεγαλώσαμε σ’ αυτά που θα πεθάνουμε

τσιγγάνοι, μπαλαμοί όνειρα ίδια κάνουμε.’’

-Πολύ ωραίο! Έχεις στ’ αλήθεια πολύ ωραία φωνή Μαρία!

-Σ’ ευχαριστώ.

-Το ρεφρέν για να σου πω την αλήθεια δεν το έχω καταλάβει. Θα μου κάνεις τη μετάφραση;

-‘’Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό και το λουμνό τ’ αφεντικό

νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό’’

Φύγε λευκέ, φύγε λευκέ και το πρόστυχο τ’ αφεντικό, μην τον δέχεσαι τον λευκό… Αυτό σημαίνει.

-Οι λευκοί  είμαστε εμείς, ε;

-Ναι.

-Απ’ ότι φαίνεται δε μας συμπαθείτε…

-Εσείς δε μας θέλετε επειδή είμαστε πολύ φασαριόζοι. Κάνουμε συνέχεια γλέντια, ξενυχτάμε κι αυτό σας ενοχλεί. Από τον προηγούμενο καταυλισμό γι’ αυτό μας διώξανε. Ούτε στα σχολεία σας μας θέλετε επειδή λέτε είμαστε βρώμικοι… Πώς να πλυθούμε αφού δεν έχουμε νερό; Ούτε ρεύμα έχουμε για να ζεσταθούμε. Τα καλοκαίρια όμως, κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα και μας αρέσει πολύ.

-Είσαι πολύ όμορφη. Πώς το λένε στη γλώσσα σου, θα με μάθεις να στο πω;

-Σαν μπουτ σουκάρ.

-Σαν μπουτ σουκάρ Μαρία!  Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη! Εύχομαι να τα καταφέρεις και να γίνεις μια μέρα δασκάλα ή γιατρός ή τραγουδίστρια όπως ονειρεύεσαι.’’

Τα μάτια της ακτινοβολούσαν μια πυρετώδη ζωντάνια. Μόλις έκλεισα το κασετόφωνο με ρώτησε σε ποια εφημερίδα θα τη δημοσιεύσω για να την αγοράσει. Της υποσχέθηκα πως θα της την πάω εγώ. Μα δε θυμάμαι αν τελικά κράτησα την υπόσχεσή μου.

Η πόρτα απ’ τα επείγοντα άνοιξε κι η ντελικάτη κορμοστασιά της Μαρίας ξεπρόβαλλε λίγα μέτρα μακριά μου. Τα μάτια μου χάιδεψαν τρυφερά τη μελαχρινή ομορφιά της καθώς με πλησίασε. Κάθισε δίπλα μου χαμογελώντας και μ’ ενημέρωσε πρώτα για την υγεία της μητέρας μου. Μου είπε πως πρόκειται για ένα ελαφρύ ισχαιμικό επεισόδιο και πως ίσως χρειαστεί παρακολούθηση, γι’ αυτό καλύτερα είναι να κάνουμε εισαγωγή.

-Θα σας ενημερώσει αναλυτικά και ο γιατρός, συμπλήρωσε στο τέλος μ’ ένα υπέροχο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της.

-Τα κατάφερες τελικά και σπούδασες Μαρία. Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό… της είπα με ζέση, για να σιγουρευτεί πως τη θυμήθηκα.

-Ναι όλα καλά. Σπούδασα κι έκανα οικογένεια. Έχω δυο παιδιά και περιμένω και το τρίτο… μου απάντησε χαϊδεύοντας την κοιλιά της που μόλις αχνοφαινόταν η εγκυμοσύνη της. Δεν έγινα δασκάλα αλλά κατάφερα με την επιμονή μου να πείσω τη μικρότερη αδερφή μου να γίνει, συμπλήρωσε γελώντας σαν θυμήθηκε εκείνη τη συνέντευξη και τα όνειρα που ζύμωνε με λαχτάρα τότε για τη ζωή της.

-Μπράβο Μαρία!  Αναφώνησα ενθουσιασμένη για να την επιβραβεύσω.

-Δε θυμάμαι αν τελικά σου έφερα την εφημερίδα με τη συνέντευξη που σου πήρα τότε… ψέλλισα στη συνέχεια συγκινημένη και της χάιδεψα απαλά το χέρι για να την ευχαριστήσω.

-Δε μου τη φέρατε, όμως εγώ κατάφερα και την αγόρασα. Ακόμα την έχω στο σπίτι μου… μου απάντησε τρυφερά.

Χαμογέλασα με κόπο, απογοητευμένη απ’ την απάντηση που πήρα. Τελικά δεν κράτησα την υπόσχεσή μου και ντράπηκα γι’ αυτό.

-Σαν μπουτ σουκάρ Μαρία! Ψέλλισα ξανά και της χάιδεψα τρυφερά τα όμορφα εβένινα μαλλιά της.

Τα μάτια της έλαμψαν από χαρά όταν βεβαιώθηκε πως ακόμα θυμάμαι εκείνη τη συνέντευξη.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη