«Για δες καιρό που διάλεξε…», γράφει η Μαρία Πανούτσου

«Ωστόσο κανείς δε μάντευε ακόμα το τέλος —

ήταν θυμάμαι σούρουπο, ώρα που υπόσχεται

τον Θεό

και προοιωνίζει τον δήμιο,

εξ άλλου με βασάνιζε και το αίνιγμα της

γεννήσεώς μου»

Τάσος  Λειβαδίτης

Ο πατέρας μου

Μέρος  Πρώτο

O πατέρας μου είχε προφητεύσει τον θάνατό του. Ήταν Άνοιξη του 1990 όταν έφυγε. Λίγες μέρες πριν συμβεί ό,τι έμελε να συμβεί,  περπατώντας  στο Σύνταγμα  κοντά τον Εθνικό Κήπο, είπε:   «Για δες καιρό που διάλεξε…».  Μύριζε Άνοιξη και εκείνος δεν είχε κουραστεί ακόμη από  τη ζωή.

Όταν φεύγει ένας άνθρωπος δεν είναι απλό γεγονός. Eίναι ένα γεγονός που επιφέρει μεγάλες αλλαγές.  Ξαφνικά, βρίσκεσαι σε ένα σπίτι που γέρνει, το κρεβάτι σου στηρίζεται στον αέρα. Το σώμα σου, θέλει να  κρυφτεί στην αγκαλιά όλων των ανθρώπων που είναι  ακόμα ζωντανοί.  Η έννοια του χρόνου χάνεται. Τι  ώρα είναι; Tι μέρα είναι; Η βροχή και το χιόνι  στις τσέπες σου. Η ζέστη στην καρδιά  σου, σε καίει. Αμέσως μετά  την τελετή του αποχαιρετισμού, ταξίδευσα στην Κάτω Ιταλία. Ο θάνατος δεν  παλεύεται.

Τότε κόσμος ο σταμάτησε.  Και ταξίδευσα  για να μην μείνω ακίνητη και μαρμαρώσω. Δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν, ξερνούσα κάθε  λίγο το τίποτα τού στομαχιού μου. Δεν έζησα ποτέ  ξανά, μέχρι σήμερα, μια παρόμοια  εμπειρία.

 

Σκηνή  1η   Μπροστά στο πιάνο,  στο σπίτι μας στην Κυψέλη…

 

Πατέρας:  Δεν πρέπει να σφίγγεις τον καρπό. Ο καρπός του χεριού σου  πρέπει να είναι  χαλαρός  και η χαλαρότητα  να επιτρέπει  στη δύναμη της ψυχής σου  να φτάνει στα δάκτυλα του χεριού σου.

Κόρη: Μα πώς θα γένη  αυτό;  

 

Όλα όμως άρχισαν  από το 1989. Ήταν  άρρωστος ο πατέρας μου. Ο καρκίνος τον επισκέφτηκε  κάπου στα 77 του. Μετά από ένα χρόνο, το ’90, ένα εγκεφαλικό  τον κράτησε  δύο εβδομάδες φυτό  στο νοσοκομείο. Τα γένια του μεγάλωναν και τα νύχια του στο διάστημα αυτό και νόμιζα πως ήταν ζωντανός. Ήταν ζωντανός; Η καρδιά του χτυπούσε  αλλά δεν μιλούσε, δεν κουνούσε το σώμα του, δεν άνοιγε τα μάτια του,  τίποτα. Ο εγκέφαλός του ήταν σχεδόν νεκρός. Και αν  μπορούσε να ακούει;  Του μιλούσα, του έλεγα τις ενέργειες που κάναμε για να τον σώσουμε,  τι καιρό είχε, τι με απασχολούσε έμενα εκείνο τον καιρό  και έλεγα με  αγωνία σε όσους ήταν γύρω μας να προσέχουν τα λόγια τους, γιατί μπορεί να μας άκουγε  Ήταν  78 χρονών.

Τα ημερολόγια μου είναι  γεμάτα από αναφορές στον πατέρα μου. Αυτές τις μέρες αναρωτιόμουν ποιές  είναι οι  πιο παλιές  αναμνήσεις που έχω από εκείνον. Βέβαια από τις φωτογραφίες,  έχω εικόνα  από μωρό  μαζί του μέχρι   την παιδική ηλικία  αλλά  αναζητώ   από το κουτάκι της μνήμης να βρω τι έχει καταγραφεί και  ποιές μπορώ με την θέλησή μου  να ανασύρω  σαν εικόνα,  σαν ήχο,  σαν αίσθηση από τον πατέρα μου.

Ο πατέρας μου, εγώ και οι φίλοι του

Δεν υπέφερε  πολύ στο  πρώτο στάδιο  της ασθένειας. Δεν γνώριζε την αλήθεια για  την κατάστασή του. Κατόπιν εντολής της μητέρας μου -που δεν σεβάστηκε την επιθυμία του  να είναι αυτός που θα αποφάσιζε για την υγεία του- ίσως  παρακινούμενη από την υποψία ότι δεν θα δεχόταν κανενός είδους θεραπεία, δεν έμαθε  ποτέ από τι έπασχε. Ο πατέρας μου ήταν  πράγματι ενάντια στις επεμβάσεις και στις κλασσικές θεραπείες.  Η μητέρα μου πάλι   χαρακτηριζόταν από  μία μυστικοπάθεια, ήθελε όλα να κρατούνται μέσα στην οικογένεια, ακόμη και  οι αρρώστιες.

Ήταν καλοκαίρι  όταν  η  ιατρική γνωμάτευση, το πρώτο σοβαρό  χτύπημα στην  υγεία του,  έδειξε ότι  είχε προχωρημένο καρκίνο  στο πεπτικό του σύστημα. Εγώ ήμουν  διακοπές  στην Σχοινούσα αμέριμνη. Τότε  δεν υπήρχαν κινητά  και πηγαίναμε στο τηλέφωνο  του χωριού, ένα  μαγαζάκι  σαν ένα  μικρό, θα λέγαμε, σούπερ μάρκετ. Νομίζω  τα κινητά  το 1989 δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί ούτε για τους ολίγους. Διάβασα κάπου ότι τους πρώτους μήνες του 1993 τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούσαν μόνο στην Αττική και τα νησιά του Σαρωνικού, και το κόστος ήταν υπερβολικό για τον μέσο Έλληνα… Οι τιμές των συσκευών κυμαίνονταν από 220.000 ως 500.000 δραχμές.   Έτσι οι πρώτοι συνδρομητές ήταν χίλια  άτομα  όλοι κι όλοι, το καλοκαίρι του ’93. Όμως  εμείς τότε  βρισκόμασταν ακόμη στο 1989.

Στο  τηλέφωνο που πήρα  για να δω τι κάνουν οι δικοί μου ήμουν χαρούμενη και ελαφριά σαν  πεταλούδα. Η αλμύρα της θάλασσας στη γλώσσα μου, στα ρουθούνια μου.  Η ζέστη του ήλιου είχε εγκατασταθεί πάνω στα μαλλιά μου και σε κάθε τριχωτό μέρος του κορμιού μου. Το δέρμα μου ήταν ψημένο και σκληρό. Κόντευα ένα μήνα μέσα στο νερό τη θάλασσας, σχεδόν κοιμόμουν πάνω της.  Η χαρά της ζωής  ζωγράφιζε τα μάγουλά μου και στα μάτια μου καθρεφτιζόταν όλο το Αιγαίο. Όταν σήκωσε  το ακουστικό και με άκουσε η μητέρα μου, άρχισε να κλαίει. Την άλλη μέρα  ταξίδευα για την Αθήνα.

 

Σκηνή 2η   Οδός  Σίνα

 

Πατέρας:  «Θέλεις  να πας  στην Αγγλία να μείνεις με την θεία σου  για να βρεθείς στην καρδιά  του κλασσικού χορού;  Θα συνεχίσεις το σχολείο εκεί και συγχρόνως θα πηγαίνεις στη  σχόλη χορού που θα σε ετοιμάσει για την Ακαδημία  χορού.  Τι λες;»

Κόρη:  «Όχι δεν θέλω να πάω να μείνω με την θεία. Όταν της το είπατε είδα  ότι το πρόσωπο της  δυσκολεύτηκε… Είπε «ναι» με μεγάλη δυσκολία. Θα πάω άλλη στιγμή στην Αγγλία. Το ξέρω.»

 

Λίγο πιο κάτω, οδός Πανεπιστημίου την ίδια μέρα

 

Πατέρας: «Βλέπεις, πέρασες τις εξετάσεις.  Πρέπει να είσαι  περήφανη, αλλά δεν μπορούμε να  βαστάξουμε τα χρήματα που χρειάζεσαι για να  βγάλεις το γυμνάσιο και λύκειο στο Γαλλικό Σχολείο.  Δεν υπολογίσαμε σωστά. Θα παρακολουθήσεις το Γαλλικό Ινστιτούτο  για τη γλώσσα  μόνο».

Κόρη:   (Σιωπή)

Οι σκηνές με τον πατέρα μου από το πολύ μακρινό παρελθόν λίγες, αλλά βέβαια ξεκάθαρα τα πάντα,  από μια ηλικία και μετά. Όμως μέχρι τα  12  μου χρόνια  ό,τι θυμάμαι από τον πατέρα μου, μετριέται στα δάχτυλα των δύο μου χεριών.

 

Συνεχίζεται

[…Και τον φώναζα, «Χριστόφορε…» και του μιλούσα στον πληθυντικό μέχρι το τέλος της ζωής του…]  

 


Σημείωση: Πριν συνεχίσω στα ημερολόγια τα αφιερώματα στους ανθρώπους που με στήριξαν και με επηρέασαν στη ζωή μου, ανοίγω για λίγο  τον φάκελο οικογένεια 1989-1990.


[Copyright ©  Μαρία  Σκουλαρίκου-Πανούτσου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη